2009 - ΝΕΡΟΠΟΝΤΗ

Ο δρόμος σου είσαι εσύ

Φεύγεις και πας
Είσαι καράβι
Μπροστά κοιτάς
Η θάλασσά σου πυρκαγιές και πάγοι
Μα πιο μπροστά
πάντα θα στέκει
ο γυρισμός σου που στη φουρτούνα αντέχει

Φεύγεις, πού πας
και πού πιστεύεις
Τι κυνηγάς
Ποια γη σε θέλει, ποιον εαυτό γυρεύεις
Όλα είν' εδώ
κι όλα για πάντα
Και πιο μακρυά σου είσαι μόνο εσύ

Φεύγεις και πας
Πού επιστρέφεις
Σε ποια στεριά
Η ξενητιά σου είναι όλα όσα έχεις
Όλα είν' εδώ
κι όλα για πάντα
Κάθε ταξίδι είναι γυρισμός

Εσύ γεννάς τη θάλασσα
και χτίζεις το καράβι
Είσαι το εδώ και το αλλού
είσαι η γιορτή του γυρισμού
το δάκρυ του αποχωρισμού
Και το ταξίδι σου είσ' εσύ
Είσαι το κύμα, το νησί
Είσαι ο αέρας, το πανί
και τ' άσπρο μου μαντήλι

Φεύγεις, πού πας
Πού ταξιδεύεις
Δρόμοι ανοιχτοί
Τα σύνορά σου είναι όπου αντέχεις
Όλα είν' αλλού
κι όλα για λίγο
όταν δεν ξέρεις πως ο δρόμος σου είσαι εσύ


Πατρίδα

Λοιπόν,
αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός
πότε-πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός

Μα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν
Ήμουν εγώ στη φωτιά, ήμουν εγώ η φωτιά
Είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά

Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα, απ' τους πιο πατριώτες,
να 'χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με τ' όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα στη βουλή

Κάτω από ένα τραπέζι –το θυμάμαι σαν τώρα-
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ

«Κοίταξε, τι ωραία που πέφτουν!
Τι ωραία που πέφτουν...»

Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ' τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να 'βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος, Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα εικοσιεπτά του στα δύο τον κοψανε οι Ναζί

Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ' άδειο ξενοδοχείο
Αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάμε στης πλατείας τη γιορτή

Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια πεταμένα στη γη
είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική

Εδώ στην άσχημη πόλη, που απ' την ανάγκη κρατιέται
Ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπας ζητάει
Ολυμπιάδες κι η χώρα ένα γραφείο τελετών
θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ

Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι κι απ' την Ομόνοια
να πετάν δακρυγόνα στο πυροσβεστικό.
Στο παράθυρο-εικόνισμα, άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό

Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη Γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα
Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας η καημένη,
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή

Δεν θέλω ο εαυτός μου να 'ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν θα 'ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου, με τρομάζεις εσύ

Με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας,
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα,
διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού,
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο,
Προσεύχεσαι και σκοτώνεις, τραυλίζεις ύμνους οργής,
έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να 'βρεις γονείς,
μισείς τον μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω,
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω


Μια νύχτα

Χάραξε νωρίς
Το χτεσινό το βράδυ ακόμα με κρατάει
Πως να κοιμηθείς
αφού ό,τι πέρασε είν εκεί και σε κοιτάει

Άγριο το φως
Σπάει τα παράθυρα και μπαίνει όταν δε θες
Ήλιος κοφτερός
φέρνει ένα σήμερα και σε πετάει στο χτες

Κάνω να σταθώ
πού να πατήσω που 'μαι κάτω ολόγυρά μου
Κι αχ! να κρατηθώ
Τι να κρατήσω απ' το τρεχαλητό της άμμου

Άγριος εαυτός
Καίει όσα αγάπησα και γίνεται εγώ
κι ούτε ένας θεός
ούτε καθρέφτης, ούτε φίλος, ούτε εχθρός

Χάραξε νωρίς
Κι ήταν η νύχτα πανηγύρι και περνούσε
Νύχτα μιας στιγμής
κι ας ορκιζόταν πως για πάντα θα κρατούσε


Μη με κλειδώνεις

Εγώ δε ζω εδώ
ζω όπου ξεχαστώ
κι όπου περνά ο ποταμός μου

Νερό ασταμάτητο
μονοπάτι απάτητο
κρυφό στο διάβα αυτού του κόσμου

Μη με κλειδώνεις
Μη μου χρεώνεις τη ζωή
Μη με κλειδώνεις

Μη με χρεώνεις
ψάχνω μια λέξη, μια σιωπή
κι εσύ με λιώνεις

Ήμουνα πάντα αλλού
στο χρόνο του απρόσμενου καιρού
που θες και δεν αντέχεις

Έλα, μην έρχεσαι
κι ας μη σε δω ποτέ
κι ας είσαι όσα θέλω κι όσα έχεις

Μη με κλειδώνεις
μη μου χρεώνεις τη ζωή
μη με κλειδώνεις

Μη με χρεώνεις
ψάξε αλλού να βρεις γιορτή

Όσα μας λείψανε
λείψανα γίνανε
ν' αγιάζουν της ζωής την αφθονία

Έλα όπως έρχεσαι
κορίτσι και Θεέ,
μικρή, προσωρινή αθανασία


Απόψε

Χρόνια πολλά
Γιορτές και χαρές περιμένουν ψηλά
στα γενέθλεια σύννεφα βγαίνουν
βροχές και θα πέσουν
φωτιά και θα στάξει το φως

Να φέξει ο καιρός
κεράκια χιλιάδες ν' ανάψουν
Φυσώ και τα σβήνω
τα χρόνια
περνούν ευτυχώς

Ο χρόνος τρελός
κι ο τόπος γλιστράει απ' τα πόδια
Γυμνός απομένεις
χαζός
να κοιτάς, να σωπαίνεις

Κι αν σίγουρος ήμουν πως θα 'βρω το δρόμο
στο χάρτη του κόσμου σημείωσα μόνο
πως χάθηκα

Χαμένος καιρός
τα χρόνια που λείπεις
τραγούδια της λύπης σαχλά
μουρμουρίζουν τριγύρω

Στα ραδιόφωνα κλαίνε
και λέξη δε λένε
να μοιάζει για λίγο αλήθεια

Πατώ το κουμπί
γιορτή στην τηλεόραση πάλι,
σικέ εκπομπή να μας φτιάξει κεφάλι
Χορεύουν, γελούν και μισιούνται στον τρύπιο φακό
Το κακό ταξιδεύει ως εδώ

Σε θέλω πολύ
απόψε που όλα μικραίνουν κι οι ώρες πεθαίνουν
κοιτάζω το χρόνο να λιώνει

Να 'ρθεις να με βρεις
γιατί όλα σε θέλουν, σε θέλει κι η νύχτα
σα μέρα που λάμπει
και σπέρνει τον κόσμο ξανά

Να 'ρθεις να με βρεις
γιατί δεν αντέχω ακόμα μιαν ώρα
Χαρά δε ζητώ κι ούτε λύπη αντέχω
εσένα αν δεν έχω εδώ

Το εδώ πουθενά
το τώρα ποτέ αν δεν έρθεις
Κι η θάλασσα πλάνη
τα γέλια μας λάθος
κι οι φίλοι δεν ήταν
κι οι δρόμοι στο τίποτα
απόψε αν δεν έρθεις εδώ

Να 'ρθεις!


Ήταν ανάγκη;

Μαλακωδώς εφησυχασθής επί μακρόν, ο καλλιτέχνης επανεξετάζει την κατάσταση πριν ξεχαστεί εκ νέου:

Τα γόνατα μου κάνουν χρίτσι-χρίτσι: μεγαλώνω
Το χάνω κάθε χρόνο το παιγνίδι με το χρόνο
Μετακόμιζα, θυμάμαι, μ' ένα αμάξι
τώρα όλα τα ζητώ για να 'μαι εντάξει
Όλα δικά μου κι όλα σ' άλλους τα χρωστώ
και τα πληρώνω

Ήταν ανάγκη;
Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Όλα μου μοιάζαν παντοτινά
παντοτινά, παντοτινά

Ασπρίζουν τα μαλιά μου κάθε μέρα, μεγαλώνω
Τα ίδια είχε πάθει κι ο μπαμπάς μου σ' άλλο χρόνο
Τα παιδιά με λένε κύριο Αλκίνοο
M' ενοχλεί μα τελευταίως το καταπίνω
Θα 'ρθει σε λίγο η καρδιά και τα νεφρά και να μην πίνω

Ήταν ανάγκη;
Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Όλα μου μοιάζαν παντοτινά
παντοτινά, παντοτινά

Αυριανό ραμολιμέντο μου συγχώρα τη σπατάλη
Συγχώρα με την ώρα που θα δίνεις τη σκυτάλη
Πόσο αφελής θα μοιάζω στα δικά σου μάτια
σαν θα σου κόβουν το τσιγάρο και τ' αλάτια
Η αθανασία με ξεγέλασε, μου πήρε το κεφάλι

Ήταν ανάγκη;
Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Όλα μου μοιάζαν παντοτινά
παντοτινά, παντοτινά

Όταν θα λέω:
«πώς χάθηκαν όλα στο κάθε μέρα»
«κανείς δε ζει να τον θαυμάζω»
«ξένος στον αδυσώπητο χαβά της ανθρωπότητας
ο Χατζιδάκις μοιάζει στην προϊστορία
κι αντικατάσταση δεν έγινε καμία»,

χρόνια μετά τις κηδείες των παλιών,
όταν δε θα μπορώ να γράψω ούτε τ' όνομά μου,
τα τραγουδάκια που άφησα γι' αργότερα θα με κοιτούν να φεύγω
και θα γκρινιάζουν σαν γέροι που δεν έζησαν...
...τότε θα ξέρω

πως ήταν ανάγκη,
ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα
που όλα μου μοιάζαν παντοτινά
παντοτινά, παντοτινά

Ο γερο-Γλαύκος διάβασε σ' έναν τοίχο «χρόνος ο πανδαμάτωρ»
κι έκλαψε σαν παιδί, κι ήταν παιδί.


Παιδί

Ξυπνάς και γίνεται η ζωή απ' την αρχή
ξυπνάς και γίνομαι παιδί
Στο μικρό σου χέρι μια πεταλούδα οι αιώνες

Οι κύβοι πέφτουν και γελάς που σε κοιτώ
χρώματα γύρω σου παντού
Φεγγοβολάς κι ανθίζεις
Άξιζε να ζήσω να σε δω


Πέρασμα

Αργά – αργά θα γύρω
σαν μέρα που περνά
στην αγκαλιά σου θα χαθώ
και θ' ανατείλω πρώτη φορά

Οι ανάσες και τα χέρια
τα λόγια, τα κορμιά
οι αναστεναγμοί του κόσμου και τα γέλια
τώρα θα γίνονται ξανά

Γλιστράμε και περνούμε
κι αν μένει κάτι εδώ
είναι το φως που μας χαρίστηκε να δούμε
μες στη ζωή εσύ κι εγώ

Τα χρόνια θα μας λειώσουν
κι αν μείνει κάτι εδώ
θα 'ναι το φως που είχαν οι μέρες πριν τελειώσουν
μόνο το φως


Επιτυχία!

Πανελληνίως σουξεδιάρης
και ισοβίως ευτυχής
αν μου ορκιστείς πως θα με πάρεις
θα γίνω σκύλος περιοπής


Έλα κοντά

Κάθε φορά που κοιτάζω τη φωτιά
κάτι θυμάμαι απ' όσα έχεις φέρει
Λιώνουν οι πάγοι και φέγγει ξανά
Καλοκαίρι

Χρώματα γύρω κι αστέρια γλιστάν
μες στα ποτήρια μας τα ανθισμένα
Κράτα μια γεύση, μια σου γουλιά
και για μένα

Έλα κοντά

Χιλιάδες ήλιοι αστράφτουν μαζί
Ορμάει ο κάσμος να μπει στο όνειρό σου
Δε θα νικήσω, θα νικάς πάντα εσύ
παραδόσου

Κι αν είν' για λίγο, ας μοιάσει πολύ
κι αν είν' για πάντα, ας είναι για τώρα
Ανοίγω κι έλα σαν νεροποντή
και σαν μπόρα


Εις μνήμην

Σώμα που κοιμάσαι
πώς να σ' ακουμπήσω
Σκύβω, σε φιλώ

Κρύο σαν φεγγάρι
σαν τα λάθη μου όλα
Άδειασμα πικρό

Χρόνια που γιατρεύουν
και ζωή που γδέρνει
Όλα που τα φέρνει
κι όλα τα ζητά

Ανθισμένα δέντρα
θα ξαναβρεθούμε
στης ζωής το φως

'Κει που δε νυχτώνει
κι όλο ξημερώνει
ήλιος αδερφός

Θα περάσουν όλα
και θα σε γυρεύω
στα λίγα πράγματά σου
που έχω να κρατώ


Σπορά

-Άγιος είν' αυτός που προσπαθεί

Νερό και χώμα παίρνει, λάσπη δροσερή
πλάθει Θεούς και τους φυτεύει στην αυλή του
Ποτίζει αγάλματα με αίμα και κρασί
για να πνιγούν
και για ν' ανθίσουν

Κόβει απ' τον ώμο ένα κομμάτι μοναξιά
πλάθει άλλη μια να 'χουν οι μοναξιές παρέα
Μες στη γιορτή και στη φωτιά
όλα μοιραία
κι όλ' ανοιχτά

Σπέρνει μια χούφτα χώμα στη σκαμμένη γη
Κομμάτια θρύψαλα ριγμένη η μορφή του
Ποτάμι στρώνει από γυαλί
να κοιταχτούν
οι ουρανοί του


Είπα να ζήσω

Ποιος είσ' εσύ, σε ξέχασα
καθρέφτη-καθρεφτάκι τ' ουρανού

Είμουν παιδί, δε γέρασα
μα πέρασε ο καιρός και είμ' αλλού

Κι είπα να ζήσω τη γιορτή του κόσμου
Κι είπα να πάω μακρυά...

Η θάλασσα που σου 'μοιαζε
στέγνωσε στην πέτρα σαν βροχή

Στεριά στεγνή, στερνή φωνή
φώναξε στο θάνατο ν' αργεί

Κι είπα να ζήσω τη γιορτή του κόσμου
κι είπα να πάω μακρυά
Κι είπα στον ήλιο «τη ζωή σου δως μου»
και μου 'δωσε φωτιά


Αύριο

Περπατώ
κι όπου με βγάλει θα σταθώ
Θα σταθώ σε μια πόλη πιο μεγάλη
και στο πιο μικρό χωριό

Θα βαδίσω όλους τους δρόμους
κι όταν λίγο κουραστώ
θα πατήσω όλους τους νόμους
την απάντηση να βρω

Κι αν τη βρω
θα τη ρωτήσω τι είν' αυτό
Τι είν' αυτό που μπορώ να σου χαρίσω
πώς μπορώ να χαριστώ

Κι αν μου πει πως δε σου φτάνω
θα ντραπώ και θα πω
ότι ξέρω πως δεν κάνω
μα θα κάνω ότι μπορώ

γιατί αύριο γεννιέσαι 

Πίσω