07.09.2011

Ο Ροδοκανάτης, οι Πυρήνες και ο Παπαδιαμάντης στα Κύθηρα


Στη Νεροποντή, το τραγούδι «Επιτυχία!» ψέλνει η Βυζαντινή Χορωδία Πλωτίνος Ροδοκανάτης. Στην πραγματικότητα, οι ψαλτάδες που συμμετείχαν στην ηχογράφηση ήθελαν να αποκρύψουν τα ονόματά τους, ώστε να μην έχουν προβλήματα στις ενορίες όπου ψάλλει ο καθένας τους, και ζήτησαν να μην τους αναφέρω ονομαστικά στο δίσκο. Αποφάσισα λοιπόν να τους συμπεριλάβω ομαδικώς κάτω από τον τίτλο αυτό.

Ποιος ήταν όμως ο Πλωτίνος Ροδοκανάτης (Plotino Rhodakanati); Συνάντησα πρώτη φορά το όνομά του απρόσμενα, στις υπεράκριες ζούγκλες των αβορίγινων της Αυστραλίας. Το διάβασα, χωρίς άλλες λεπτομέρειες, στην «Ιστορία της Αναρχίας» του Max Nettlau.1 Ελάχιστες αναφορές βρίσκουμε στις διαδικτυακές μηχανές αναζήτησης. Λίγοι γνωρίζουν τ' όνομά του, ή άκουσαν ποτέ γι’ αυτόν. Οι Ζαπατίστας, με εξαίρεση δυο-τρεις από τους διανοούμενους του κινήματος, δεν έχουν ιδέα για την ύπαρξή του, ή την παρουσία και την προσφορά του στη γη τους, χρόνια πριν τη δική τους επανάσταση. Δεν τον είδα (μπορεί και να μου ξέφυγε) να αναφέρεται πουθενά στο εξαιρετικό, ελληνικό περιοδικό και δικτυακό τόπο «Αλάνα», που ασχολείται με τα κινήματα της Αμερικής. Δεν ξέρουμε καν πού και πώς πέθανε ο Πλωτίνος. Λένε πως, μετά από όλες τις σκέψεις, τα γραπτά, τα ταξίδια, τις επαναστάσεις, τις ελπίδες και τα όνειρα, μετά την Αθήνα, τη Βιέννη, το Βερολίνο, το Παρίσι και το Μεξικό, μετά από τα καμένα καλύβια, τις σφαγές και τα γκρεμισμένα σχολεία, μετά τα ήσυχα πρόσωπα των κυνηγημένων ινδιάνων και τα μάτια των άρρωστων παιδιών, μετά τον ιδρώτα, τα σκισμένα ρούχα και τα πληγιασμένα πόδια των αγροτών, μετά το αίμα των νεκρών συντρόφων, γύρισε στην Ευρώπη κι εξαφανίστηκε.

Εγώ λέω πως ζει ακόμη. Ή, για να μην είμαι υπερβολικός, πως δεν υπήρξε ποτέ.
Το παράξενο όνομά του χτυπά σαν καμπάνα, κηδεύοντας αυτό που ο καθένας μας θα έπρεπε να είναι, και δεν είναι.

Σχετικά:

http://www.24grammata.com/?p=12502
http://ngnm.vrahokipos.net/apend01.html?showall=1
http://periodikoalana.blogspot.com

Βιβλίο: Πλωτίνος Ροδοκανάτης, ένας Έλληνας Αναρχικός
Τέος Ρόμβος, Εκδόσεις «Ηλέκτρα», Νοέμβρης 2005

http://www.scribd.com/doc/28497069/Max-Nettlau-...



Στις 19 Ιουλίου 2011, το Ελληνικό κράτος, το διεφθαρμένο κράτος ημών των διεφθαρμένων πολιτών, το άθλιο μέσα στην αθλιότητα των κρατών κράτος μας, το κράτος-κλέφτης, το κράτος-δολοφόνος, υπεύθυνο για τόσους θανάτους λόγω του πάντα προβληματικού συστήματος υγείας, για την κακή παιδεία των παιδιών του, για τον πνευματικό θάνατο του λαού του, για την κατασπατάληση των χρημάτων του πολιτισμού στις ποδοσφαιρικές ομάδες, για την κακή διαχείριση ή την εξαφάνιση του κοινού ταμείου και των κοινωνικών ασφαλίσεων, για την παραπλάνηση του κόσμου με τις φούσκες του χρηματιστηρίου, για την Κυπριακή τραγωδία (και μην ξανακούσω «η Χούντα τα ‘κανε»), για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η χώρα, για την απελπισία των πολιτών της, για το αίσθημα συνενοχής που σωστά ή λανθασμένα έχουμε όλοι, υπεύθυνο ακόμη για το αδιέξοδο που οδηγεί τα παιδιά του στις πράξεις για τις οποίες τα δικάζει, χωρίς ποτέ να έχει καταδικάσει κάποιον δικό του αξιωματούχο για τα πιο πάνω, μέσα από τα δικαστήριά του μοίρασε απλόχερα τεράστιες ποινές σε νέους δεκαοκτώ και είκοσι χρονών, που «νόμισαν πως μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο»2 μέσα από τη συμμετοχή τους στους Πυρήνες της Φωτιάς. Τους αναφέρω (κι ας με συγχωρέσουν), όχι σαν ήρωες, ούτε σαν εγκληματίες, μόνο σαν συνανθρώπους, σαν δυνατότητες του προσώπου μας, αποθηκευμένες «για την ασφάλειά μας» σε κελιά:

Χάρης Χατζημιχελάκης: 25 χρόνια (σύνολο ποινών 77 χρόνια)
Παναγιώτης Αργυρού: 25 χρόνια (σύνολο ποινών 77 χρόνια)
Γιώργος Καραγιαννίδης: 20 χρόνια (σύνολο ποινών 32 χρόνια)
Παναγιώτης Μασούρας: 11.5 χρόνια (σύνολο ποινών 19χρόνια)
Αλέξανδρος Μητρούσιας: 11 χρόνια (σύνολο ποινών 19 χρόνια)
Κωνσταντίνα Καρακατσάνη: 11 χρόνια (σύνολο ποινών 19 χρόνια)
Μανόλης Γιόσπας: 2 χρόνια και 9 μήνες



Αυτές τις μέρες γράφω μουσική πάνω στα (ή μάλλον πίσω από τα) δύο τελευταία κεφάλαια της Φόνισσας. Στο πρώτο της κεφάλαιο, λέει ο Παπαδιαμάντης, το 1903:

«Την πλιατσικολογίαν διεδέχθη η φορολογία, και έκτοτε όλος ο περιούσιος λαός εξακολουθεί να δουλεύη διά την μεγάλην κεντρικήν γαστέρα, την ώτα ουκ έχουσαν».

Δέκα χρόνια πριν την έκδοση της Φόνισσας, το 1893, η εφημερίδα Η Φωνή των Κυθήρων, δημοσιεύει άρθρο που παρουσιάζει την δυσμενέστατη υποδοχή του «χρεωκοπικού» Νομοσχεδίου Τρικούπη στην Ευρώπη. Μάλιστα, μεταφέρονται από γερμανικές, αγγλικές, γαλλικές αλλά και ιταλικές εφημερίδες τα ακόλουθα επίθετα εναντίον των Ελλήνων: «Λησταί», «κλέπται του χειροτέρου είδους», «γραικύλλοι», «ασυνείδητοι μπαγαπόνται», «απόγονοι του Οδυσσέως», «ανάξιοι να ζώσιν ελεύθεροι».3

Με χαμόγελο διαβάζω τις βρισιές, με κρυφή χαρά, σχεδόν με απόλαυση, ενώ μέσα μου σκέφτομαι «έλα μωρό μου, πες μου κι άλλα». Τα 118 χρόνια που μας χωρίζουν από το βρισίδι το αποφορτίζουν, το εξαγνίζουν, το κάνουν «παιχνίδι στα χέρια των παιδιών»4, όπως λένε «είσαι χαζή» οι κόρες μου η μία στην άλλη. Το κάνουν ν’ ακούγεται σαν χαριτωμένο πείραγμα που το προσφέρεις ή το δέχεσαι με χαμόγελο, ή σαν λόγια «βρώμικα» σε ερωτική στιγμή. Γιατί ο χρόνος ξέρει να δίνει βαρύτητα στα πράγματα, μα ξέρει και να την αφαιρεί. Ειδικά όταν δε μαθαίνουμε απ’ αυτόν, όταν η αναίτια ξεγνοιασιά, η ανοησία και η αμάθεια μάς οδηγούν ξανά στα ίδια, στη φορολογία που διαδέχεται την πλιατσικολογία. Κι έτσι, τα ίδια ακριβώς λόγια σε μια παλιά εφημερίδα μάς κάνουν να χαμογελάμε, ενώ στην τελευταία, γυαλιστερή έκδοση γερμανικού περιοδικού, σήμερα, στο αμείλικτο παρόν, αποτελούν εθνική προσβολή. Μας ενοχλεί να μας βρίζουν έτσι, εμάς τους δούλους, οι άλλοι δούλοι.



Ακούγεται πως κλείνει το μικρό, ήσυχο παζάρι με τα ντόπια προϊόντα στα Κύθηρα. Εκεί βρίσκει κανείς φρούτα και λαχανικά από τα μποστάνια, παραδοσιακές πίτες, τυριά από τις κατσίκες της αυλής, ελιές, παξιμάδια λαδιού, προϊόντα βαμβακίας (άνυδρης καλλιέργειας) από αρχαίους μη μεταλλαγμένους σπόρους, μέλι, ματσάκια σεμπρεβίβες κι ότι άλλο φτιάχνεται στα σπίτια των κατοίκων του νησιού. Μια παράδοση αιώνων κηρύσσεται παράνομη γιατί οι γιαγιάδες δεν ξέρουν να κόψουν απόδειξη και γιατί, μέσα στη δυσκολία και τη μιζέρια των καιρών, κάποιοι καταστηματάρχες διαμαρτύρονται για διαφυγόντα κέρδη.


Αύγουστος 2011


ΥΓ. «Κ' ενόμιζεν ότι έφευγε τον κίνδυνον και την συμφοράν, και την συμφοράν και την πληγήν την έφερε μαζί της. Κ' εφαντάζετο ότι έφευγε το υπόγειον και την ειρκτήν, και η ειρκτή και η Κόλασις ήτο μέσα της».5

ΥΓ2. Κόβω το τσιγάρο6.


1 Max Nettlau: Ιστορία της Αναρχίας, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη
2 Νίκος Γκάτσος: «Κεμάλ»
3 Καίτη Αρώνη-Τσιχλή: «Τα Κύθηρα στα τέλη του 19ου αι. μέσα από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις του τοπικού Τύπου», Περιοδική Έκδοση Νόστος, Όμιλος Κυθηρίων Παν/κών, τεύχος .5, Αθήνα 2008
4 Διονύσης Σαββόπουλος: «Οι παλιοί μας φίλοι»
5 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Η φόνισσα»
6 Αλκίνοος Ιωαννίδης: Δύο φορές το χρόνο, από το 1987

Πίσω