2010 Περιοδικό Travel Times

Στοιχεία κλασικής μουσικής συναντάμε συχνά στη δισκογραφία σας. Η παρουσίαση ενός ολοκληρωμένου έργου σύγχρονης κλασικής μουσικής ήταν ένα όνειρο που είχατε πάντα ή μια φυσική εξέλιξη της αγάπης σας γι' αυτό το μουσικό είδος;

Όταν γράφω μια μουσική ή ένα τραγούδι, ακόμη κι όταν αποτελεί παραγγελία, δεν έχω στο μυαλό μου την παρουσίασή του. Πρώτα γράφω, μετά, αν και το γραπτό το ζητά και το αντέχει, σκέφτομαι πώς να το παρουσιάσω. Αγαπώ ιδιαίτερα αυτό το μουσικό είδος, χρόνια τώρα το μελετώ με διάφορους τρόπους, ακούγοντας, γράφοντας, παίρνοντας μαθήματα. Αν είναι κάτι που μελέτησα στη ζωή μου, που του αφιέρωσα την πιο πολύ ενέργεια και όσον ελεύθερο χρόνο μπορώ να έχω, χρόνο που στέρησα απ' τον ύπνο, την αμοιβόμενη εργασία και τα παιδιά μου, είναι αυτή η μουσική. Οπότε, μετά από χρόνια, προκύπτει και η παρουσίαση της ενασχόλησης μου μάλλον φυσικά, αλλά και ύποπτα λόγω τραγουδοποιητικού παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Δεν το αισθάνομαι καθόλου σαν καταξίωση, δεν πιστεύω πως είναι σημαντικότερο το να γράφεις έργα για ορχήστρες και χορωδίες απ' το να γράφεις τραγούδια. Είναι πιθανόν, παρ' όλο που εμένα μου αρέσουν αυτά που γράφω, να μη λένε στην ουσία τίποτα. Όπως δεν μου άρεσαν ποτέ τα «λόγια» τραγούδια, αυτά δηλαδή που γράφονται από κλασικούς συνθέτες, με ελάχιστες εξαιρέσεις.

 

Αληθεύει ότι κατά κάποιο τρόπο εξαιτίας αυτής της ιδιαίτερης εκτίμησης και αγάπης στερήσατε από τον εαυτό σας τη γνωριμία με τον Μάνο Χατζιδάκι που εξέφρασε την επιθυμία να σας γνωρίσει μετά την κυκλοφορία του πρώτου σας δίσκου;

Όχι λόγω αγάπης προς τη μουσική, αλλά από εγωισμό δεν τον γνώρισα. Μου είχε στείλει πράγματι ένα μήνυμα όταν κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος, με τραγούδια του Νίκου Ζούδιαρη. Ήμουνα 23 χρονών. Δεν ήθελα όμως να πάω σαν τραγουδιστής. Έγραφα τότε κάτι άθλια κουαρτέτα και ήθελα να του παρουσιαστώ σαν συνθέτης. Μεγαλομανίες. Μέχρι να τα τελειώσω – δεν τα τέλειωσα ποτέ- ο Χατζιδάκις αποδήμησεν εις "Σείριον". Μου έδωσε μεγάλο μάθημα.

 

Η παγκόσμια πρώτη παρουσίαση των έργων σας έγινε με την Συμφωνική Ορχήστρα της Φιλαρμονικής της Αγίας Πετρούπολης που θεωρείται μάλιστα μία από τις καλύτερες στην Ευρώπη. Πώς προέκυψε η συγκεκριμένη συνεργασία και κατά πόσο συνέβαλαν σ' αυτή οι σπουδές σας στο Κονσερβατόριο της πόλης;

Είχα κάνει πράγματι κάποια μαθήματα σύνθεσης εκεί, το 2005, με καθηγητή τον Boris Tischenko. Έτσι γνώρισα και τον κύπριο μαέστρο Γιώργο Κουντούρη, με τον οποίο ήμασταν συμμαθητές στην ενορχήστρωση, καθώς και το συνθέτη Ανδρέα Καμέρη, συνθέτη, παλιό μαθητή του δασκάλου μου, που ζει εκεί χρόνια τώρα και με είχε βοηθήσει πολύ τότε με όλες τις δυσκολίες. Είναι και οι δυο τους ιδιαίτερα σεβαστοί εκεί, ελπίζω να γίνουν γνωστότεροι και στην Ελλάδα και την Κύπρο μια μέρα. Αυτές οι παραγωγές είναι ιδιαίτερα απαιτητικές. Οι δύο αυτοί άνθρωποι, και κάποιοι άλλοι, όπως ο κύπριος πρόξενος, ασχολήθηκαν με τα πολλά πρακτικά, οικονομικά και διαδικαστικά θέματα. Η συναυλία έγινε στο θέατρο του Κονσερβατορίου, πράγμα πολύ συγκινητικό για μένα, και την αφιέρωσα στο δάσκαλό μου. Το θερμό ρωσικό κοινό και η χαρά της ορχήστρας και της εξαιρετικής χορωδίας "Lege Artis", μου έδωσαν μεγάλη δύναμη.

 

Ο σνομπισμός που συναντά κανείς τόσο στην κλασική όσο και στην αποκαλούμενη έντεχνη μουσική σκηνή, μπορεί να συνυπάρχει με την αληθινή αγάπη για τη μουσική; Είναι διαφορετικά τα πράγματα στο εξωτερικό;

Για να γίνω δεκτός στο κονσερβατόριο απέκρυψα επιμελώς την ιδιότητα του τραγουδοποιού, θεωρώντας πως θα λειτουργήσει αρνητικά. Τελικά είχα λάθος. Εκεί, στο "άνδρο" της κλασικής μουσικής, είδα μεγάλο θαυμασμό για όποια μουσική πηγάζει από αληθινή ανάγκη έκφρασης, όπως η παραδοσιακή και η τζαζ. Το τραγούδι δε, ως αρχαία, ιερή τέχνη, που έχει τους δικούς της κανόνες, τις δικές της δυσκολίες και φόρμες, τυγχάνει ειδικού σεβασμού. Μου έδωσε μεγάλη χαρά αυτή η διαπίστωση. Σνομπάρει ο άνθρωπος όταν δεν είναι σίγουρος γι' αυτό που κάνει. Όταν έχει όμως δικό του, στιβαρό κόσμο, είναι ανοιχτός και στους άλλους κόσμους. Το ίδιο συμβαίνει και με την ξενοφοβία.

 

Πρόσφατα επισκεφτήκατε το Μεξικό και συγκεκριμένα κάποιες κοινότητες των Ζαπατίστας. Θα μεταφέρετε το κλίμα από εκεί;

Εκεί η ζωή ησυχάζει χωρίς την ενοχή της συμμετοχής στο σύστημα,η οποία αδρανοποιεί όλους εμάς. Ο "αγώνας για έναν καλύτερο κόσμο", έκφραση που έχει γίνει καραμέλα στο στόμα της δύσης, είναι εκεί καθημερινή πραγματικότητα. Με όλο το κόστος, αλλά και όλο το κέρδος της προσπάθειας. Με τα τέλη ονείρου πληρωμένα.

 

Ο υποδιοικητής Μάρκος είχε χαιρετήσει την εξέγερση στην Ελλάδα τον Δεκέμβρη του 2008. Σήμερα, σε μια δύσκολη μάλιστα οικονομική συγκυρία, αν κάνατε έναν απολογισμό τι θα λέγατε ότι έχει αφήσει πίσω της;

Απ' ότι μου είπε κοντινός του άνθρωπος εκεί, περισσότερο απ' όλα τους έκανε εντύπωση η έκφραση της οργής του κόσμου απέναντι στην εξουσία, με αφορμή τη δολοφονία ενός παιδιού. Τέτοια τραγικά περιστατικά συμβαίνουν συχνότερα στη χώρα τους, χωρίς ο κόσμος να αντιδρά τόσο απρόβλεπτα, έντονα και μαζικά. Αυτά που βλέπω εγώ τώρα, 16 μήνες αργότερα, είναι πως οι μέρες εκείνες μας έμαθαν πως έχουμε τη δύναμη να γκρεμίζουμε. Χρήσιμη γνώση. Με την προϋπόθεση πως ξέρεις τι και πώς θέλεις να χτίσεις πάνω στο χάλασμα. Επίσης, σκέφτομαι πως από μια άποψη ήταν δώρο για το άρωστο κράτος μας το ότι όλο αυτό έγινε πριν τη σημερινή κατάσταση. Εκτόνωσε, έστω και μερικώς, την αγανάκτηση του κόσμου νωρίτερα.

 

Ο Σαββόπουλος σχετικά πρόσφατα δήλωσε ότι οι σημερινοί φοιτητές "αγωνίζονται για να μην αλλάξει τίποτα". Τη συμμερίζεστε αυτή την άποψη;

Δεν ξέρω πώς το εννοεί, αλλά έτσι, απομονωμένη όπως ακούω τη φράση, συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό. Είναι απελπιστικό να βλέπεις τους φοιτητές να οργανώνονται στις κατά το πλείστον ανόητες νεολαίες-καφενεία των κομμάτων από την πρώτη μέρα φοίτησής τους στις σχολές. Είναι αποκαρδιωτικό να τους βλέπεις να βολεύονται ή να ετοιμάζουν το βόλεμά τους από την πρώτη μέρα της ανεξαρτησίας τους. Να χαρίζουν την ελευθερία του ξεκινήματός τους, αυτή την τόσο δυνατή, ανοιχτή και καθοριστική για τον άνθρωπο στιγμή, στο σάπιο, το στείρο, το νεκρό. Υποβιβάζοντας εκ των πρωτέρων τη ζωή σε ζωούλα. Ακόμη κι αν αγαπούν τα ιδεώδη του κόμματός τους, αυτός, κατά τη γνώμη μου, είναι ο χειρότερος τρόπος να τα υπηρετήσουν.

 

"Με τρομάζεις ακόμα οπαδέ της ομάδας, του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα, διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού, τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο": πόσο δύσκολο είναι στις μέρες μας να είναι κανείς άτομο;

Το να είναι κανείς συνειδητά άτομο, είναι το ίδιο δύσκολο με το να είναι συνειδητά μέλος ομάδας. Και είναι προϋπόθεση το ένα του άλλου. Απαιτεί δουλειά, θυσία, φαντασία, πίστη, πληγή, ταξίδι, τόλμη, όνειρο, συγχώρεση.

 

Στο ίδιο τραγούδι από το τελευταίο σας cd, την Νεροποντή, μιλάτε μέσα από τα δικά σας βιώματα, μεταξύ άλλων για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το '74, όταν ήσασταν παιδί. Μιλήστε μας για τη δική σας ανάμνηση αυτού του γεγονότος και για τη ζωή εκεί μετά απ' αυτό.

Η μητέρα μου, βορειοελλαδίτισσα Μικρασιατικής καταγωγής, ήταν εκφωνήτρια στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου. Την είχαν αιχμάλωτη οι ελλαδίτες χουντικοί στρατιωτικοί και οι πραξικοπηματίες συνεργάτες τους, με το πιστόλι στον κρόταφο, να διαβάζει τις ανακοινώσεις τους στο ραδιόφωνο. Εγώ ήμουν 5 χρονών, ο αδερφός μου 2. Ο πατέρας μου, όταν έγινε η εισβολή, μας έκρυψε κάτω από ένα τραπέζι στην κουζίνα για να μην πέφτουν πάνω μας οι σοβάδες από τους βομβαρδισμούς. Μας έπλυνε σταφύλι, το θυμάμαι δροσερό. Με πήγε στο παράθυρο να δω τους τούρκους αλεξιπτωτιστές. Για να μην τρομάξω μου έλεγε πόσο ωραίοι είναι, πόσο ωραία πέφτουν. Ο θείος μου ο Λούης, αδερφός του, ήταν στρατιώτης. Τον έφεραν να πολεμήσει χωρίς όπλο, χωρίς τίποτα, σ' ένα φυλάκιο δίπλα στο σπίτι. Εκεί ήταν κι ένα άρμα μάχης της κακιάς ώρας, ανέβηκα πάνω στο κανόνι. Ο πατέρας μου με κινηματογράφησε, εμφανίσαμε το φιλμ πρόσφατα και το είδα. Είχαμε έναν σκαραβαίο, μας έβαλε μέσα και μας πήγε στα βουνά. Μας άφησε σε ένα χωριό κι επέστρεψε να περιμένει να ελευθερώσουν οι πραξικοπηματίες τη μητέρα μου. Οι γονείς μου κατάφεραν να μη βιώσω τραγικά τα γεγονότα, παρ' όλο που θυμάμαι κάθε τους στιγμή, αν και με μπερδεμένη σειρά. Τραγική ήταν η συνέχεια: το να ζεις σ' έναν τόπο προδωμένο απ' τη μητέρα πατρίδα και τη διεθνή κοινότητα, μοιρασμένο και τραυματισμένο. Κομμένοι δρόμοι, στα πέντε λεπτά απ' το σπίτι σε σταματούν στρατιώτες με όπλα. Οι συμμαθητές μου να είναι είτε πρόσφυγες, είτε να έχουν νεκρούς, εγκλωβισμένους ή αγνοούμενους γονείς, θείους, παππούδες. Οι πρόσφυγες ζούσαν σε αντίσκηνα για κάποια χρόνια, ένας καταυλισμός ήταν δίπλα στο σπίτι μας. Κολλούσαμε για χρόνια ταινίες χιαστί στα τζάμια, για να μη σπάσουν σε ενδεχόμενο βομβαρδισμό. Για πολλά χρόνια, όποτε ακουγόταν αεροπλάνο με τρόμο κοιτάζαμε τον ουρανό, είχε γίνει αντανακλαστική η κίνηση. Έζησα την προσπάθεια δημιουργίας ανθρώπινων συνθηκών, ακόμα και ευημερίας, παρά το τραυματισμένο πρόσφατο παρελθόν και το άγνωστο μέλλον. Το πείσμα απέναντι στην έλλειψη σιγουριάς και ασφάλειας. Δούλευαν όλοι σαν σκυλιά. Δεν ήξερα την έκφραση "πάω για καφέ", μέχρι που ήρθα στην Αθήνα. Όλη η Λευκωσία είχε μία μόνο καφετέρια, όπου σύχναζαν οι ελλαδίτες φαντάροι. Ήμασταν βουτηγμένοι στα χρέη. Εδώ έλεγαν "εσείς οι Κύπριοι έχετε λεφτά". Έζησα τις "συνομιλίες", τις "διαμεσολαβήσεις", τα "ψηφίσματα του ΟΗΕ", τους γέρους που πέθαιναν σιγά-σιγά χωρίς να ξαναδούν το σπίτι τους, με αφρόντιστους τους τάφους των δικών τους. Για χρόνια τα μηνύματα των εγκλωβισμένων στο ραδιόφωνο: "Ο Ανδρέας και η Μαρία Κωνσταντίνου από το Ριζοκάρπασο, πληροφορούν τα παιδιά τους ότι είναι καλά". Στους λίγους που ήθελαν και μπορούσαν να σπουδάσουν μετά την εισβολή, έχοντας τελειώσει το σχολείο χωρίς γονείς, σε αντίσκηνα ή στο ύπαιθρο, χωρίς υποδομές, χωρίς την πολυτέλεια του διαβάσματος στο σπίτι, χωρίς σπίτι καν, δόθηκε το δικαίωμα για 2-3 χρόνια να μπαίνουν χωρίς πανελλήνιες στα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Πολλά χρόνια μετά, όταν ήρθα στην Αθήνα, μου έλεγαν "εσείς οι Κύπριοι, που παίρνετε τις θέσεις μας χωρίς εξετάσεις..." Πού να καταλάβουν και τι να νιώσουν... Οι έλληνες σιχαινόμαστε το αίμα μας.

 

Πηγαίνετε πια συχνά στην ιδιαίτερη πατρίδα σας; Έχετε ισχυρούς δεσμούς με το νησί;

Τελευταίως πάω συχνά, ναι. Εκεί εντοπίζομαι, ξέρω το χώμα, το φως και τους ανθρώπους.

 

Σε ποια χώρα του εξωτερικού θα επιλέγατε να ζήσετε μόνιμα;

Νεότερος, όπου ταξίδευα είχα τη βεβαιότητα πως μπορώ και να κατοικήσω. Σήμερα, στα σαράντα μου, με λύπη και έκπληξη διαπιστώνω πως δεν θα ζούσα εύκολα εκτός Ευρώπης. Νομίζω πως θα διάλεγα είτε τη Γαλλία, λόγω γλώσσας, πολιτισμού και κλίματος, είτε την Ισπανία, για τους ίδιους λόγους, αλλά και επειδή μου δίνει την αίσθηση πως έχει τα καλά της Ελλάδας χωρίς τα κακά της. Στη Γερμανία, όπου παίζω συχνά, είναι αξιοθαύμαστη η ποιότητα ζωής, η διευκόλυνση που σου δίνεται να είσαι δημιουργικός και το ενδιαφέρον των ανθρώπων για τις άλλες κουλτούρες, κυρίως στο Βερολίνο. Θα μου ήταν δύσκολο να την ονομάσω τόπο μου όμως. Στο Βέλγιο ή το Λουξεμβούργο, που κατά τα άλλα μου αρέσουν πολύ, στις 10 το βράδυ θέλεις να ανοίξεις το παράθυρο και να ουρλιάξεις: "ρε παιδιά, είναι κανείς ξύπνιος εδώ γύρω;" Στην Ιταλία δεν έχω πάει ποτέ, ούτε και στη Σκανδιναβία, με εξαίρεση το Ελσίνκι. Τη Ρωσία την έζησα αρκετά και την αγαπώ. Από μουσικής πλευράς, θα περνούσα ευχαρίστως τη ζωή μου εκεί. Είναι όμως δύσκολη χώρα, με έξαρση του εθνικισμού, βαρειά γραφειοκρατεία, πολύ σκληρό κλίμα, βεβαρημένο παρελθόν λόγω τσαρισμού και σταλινισμού, και άγρια καπιταλιστικό παρόν. Την Αγγλία δε θα τη σκεφτόμουν καθόλου. Όσες φορές κι αν πήγα δεν κατάλαβα γιατί ζούνε άνθρωποι εκεί.

 

Πάντως στην Ελλάδα διαμείνατε για κάποια χρόνια στην επαρχία και συγκεκριμένα στην Εύβοια. Ήταν τα πράγματα εκεί όπως τα ονειρευόσασταν όταν εγκατασταθήκατε;

Η Εύβοια είναι ωραίο νησί. Δεν έχει καταστραφεί απ' τον τουρισμό, δεν είναι, ούτε υπήρξε, της μόδας, έχει υπέροχη φύση, ενώνεται με τη στεριά με γέφυρα, δεν αποκλείεσαι, είσαι κοντά στην Αθήνα όποτε τη χρειαστείς και μακρυά όποτε δεν τη χρειάζεσαι. Μου έκανε πολύ καλό η παραμονή μου εκεί. Έμενα έξω από ένα μεγάλο χωριό, σχεδόν περίχωρο πια της Χαλκίδας. Η διεύθυνσή μου δεν είχε αριθμό, η οδός δεν αναφέρεται στους χάρτες της εφορίας. Νόμιζα πως δεν θα φύγω ποτέ. Στα τέσσερα-πέντε χρόνια άλλαξαν όμως τα πράγματα αρκετά. Κίνηση στους δρόμους, πολλές οικοδομικές εργασίες, απ' τις μπετονιέρες και τις μπουλντόζες δεν έβρισκες πια ησυχία. Τα παλιά σπίτια γκρεμίζονται το ένα μετά το άλλο, ξεφυτρώνουν πολυκατοικίες χωρίς αισθητική, όπως σε όλη σχεδόν τη χώρα. Άλλαξε και η δική μου ζωή κι έφυγα. Ακόμη αγαπώ το μέρος αυτό ιδιαίτερα, καθώς και κάποιους ανθρώπους του. Πηγαίνω τακτικά και συγκινούμαι πάντα. Καμιά φορά σκέφτομαι να γυρίσω.

 

Γενικότερα παρατηρώ μια κινητικότητα. Έχετε αισθανθεί καθόλου την ανάγκη να "ριζώσετε" σ' έναν τόπο ή σας γοητεύει η περιπλάνηση;

Λέω αστειευόμενος καμιά φορά: "Η Κύπρος είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Την πρώτη δεν τη βρήκα ακόμη". Στην Ελλάδα, το μέρος που αγαπώ περισσότερο, είναι τα Κύθηρα. Διαβάζω την ιστορία τους, ακούω τις διηγήσεις των παλιών, παρατηρώ την αρχιτεκτονική τους, τα ερειπωμένα σπίτια τους, αγαπώ τη χλωρίδα, την υγρασία, τους ανέμους, την αφόρητη ζέστη τους. Ονειρεύομαι πως θα μπορούσαν να μετατραπούν μια αυτάρκη, αυτόνομη κοινότητα, μια ουτοπία. Παρεπιπτόντως, άσχετο αλλά επίκαιρο, η εφημερίδα "Η φωνή των Κυθήρων", το Δεκέμβριο του 1893, αναφέρει τους χαρακτηρισμούς γερμανικών, αγγλικών, γαλλικών και ιταλικών εφημερίδων για τους Έλληνες, όταν η Ελλάδα του Τρικούπη χρεωκόπησε: "λησταί", "κλέπται του χειροτέρου είδους", "γραικύλλοι", "ασυνείδητοι μπαγαπόνται", "απόγονοι του Οδυσσέως", "ανάξιοι να ζώσιν ελεύθεροι". 117 χρόνια αργότερα, σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Ξαναγυρνώντας στην ερώτησή σας, είμαι σε διαρκή αναζήτηση τόπου μόνιμης εγκατάστασης, εδώ και χρόνια. Θα τον βρω, πού θα μου πάει.

 

Η διακίνηση αρχείων μέσω του διαδικτύου είναι μια πραγματικότητα που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναμόρφωση του ισχύοντος νομικού πλαισίου για την πνευματική ιδιοκτησία. Όμως φαίνεται ότι η χώρα μας αν και με πιο αργούς ρυθμούς ακολουθεί το γαλλικό πρότυπο της καταστολής. Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες τι ρόλο παίζετε σε όλες αυτές τις εξελίξεις;

Νομίζω μηδαμινό. Με εξαίρεση λίγους, όπως η Δήμητρα Γαλάνη, οι περισσότεροι δεν ενημερωνόμαστε, δεν ασχολούμαστε, το παίζουμε υπεράνω. Εγώ δεν ξέρω τίποτα ούτε για το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εργάζομαι, ούτε για το τι θα ήταν καλό να γίνει, ούτε για τις επιλογές που έχω μέσα στις συνθήκες που διαμορφώνονται. Πρώτη φορά ακούω, από σας, ότι υπάρχει "γαλλικό πρότυπο". Ντρέπομαι. Είναι ίσως ένας εφησυχασμός, μια σιγουριά πως το τραγούδι αντέχει τα πάντα, ακόμα και την αδιαφορία μας. Ή ίσως μια αδικαιολόγητη βεβαιότητα πως εμείς είμαστε φτιαγμένοι για τα μεγάλα και τα ψηλά, ενώ τα υπόλοιπα, τα πεζά και πρακτικά θέματα είναι ανάξια της προσοχής μας.

 

Σε πολύ μικρή ηλικία καταφέρατε αυτό που ονειρεύονται πολλά παιδιά που ασχολούνται με τη μουσική. Και μάλιστα με τους δικούς σας όρους καλλιτεχνικά. Συμβιβασμούς χρειάστηκε να κάνετε;

Όχι. Ήμουν τυχερός. Χρειάστηκε μόνο να συμβιβαστώ με την υποχρέωση να αποφασίζω.

 

Τα τραγούδια του Νίκου Ζούδιαρη για τους δύο πρώτους δίσκους σας έχω την αίσθηση ότι θα μπορούσατε να τα έχετε γράψει εσείς... Θα κάνατε πάλι έναν δίσκο μαζί ή θέλετε να συνεχίσετε να έχετε τον απόλυτο έλεγχο στις δουλειές σας, από τον στίχο και τη μουσική μέχρι την ενορχήστρωση;

Νομίζω πως δεν θα μπορούσα να τα είχα γράψει εγώ. Έχουν χαρακτηριστικά που μου λείπουν και τον ψυχισμό του Νίκου πολύ έντονο μέσα τους. Ήταν σπουδαία περίοδος και για τους δυο μας εκείνο το ξεκίνημα. Υπήρχε συνεργασία ουσιαστική, αγάπη για το αντικείμενο, συνάντηση, χρόνος, συζήτηση, προσπάθεια κατανόησης του κόσμου του καθενός μας. Αρκετά χρόνια τώρα δεν βρισκόμαστε. Θα ήταν δύσκολο να βγει ουσιαστική δουλειά δι αλληλογραφίας. Είμαι άνθρωπος της νοσταλγίας, δύσκολα αποφασίζω να κόψω μέσα μου οποιονδήποτε δρόμο επιστροφής. Είναι όμως πολλά αυτά που έχω ανάγκη να κάνω από μόνος μου κι ο Νίκος έχει άλλα τόσα κι έτσι, για την ώρα, το ενδεχόμενο αυτό μοιάζει μακρινό.

 

Έχω ακούσει να λέτε ότι θέλετε να βοηθήσετε πια νέους ανθρώπους. Δικά σας τραγούδια θα δίνατε αν ξεχωρίζατε κάποιον;

Όχι. Δεν δίνω τραγούδια μου, γιατί δεν έχω. Μου πήρε 6 χρόνια να συμπληρώσω το υλικό του τελευταίου δίσκου. Αν γράψω κάτι που μου αρέσει, το κρατώ για μένα. Απ' τη στιγμή που κάποιο τραγούδι δεν κάνει για το δίσκο μου, θα ήταν άδικο να το δώσω αλλού. Δεν έχω λοιπόν υλικό να δώσω σε κάποιο νέο τραγουδιστή. Θα μου έδινε όμως μεγάλη χαρά να βοηθούσα κάποιους νέους δημιουργούς. Πρέπει να υπάρξει νέα γενιά, με κάτι νέο να πει, είναι καιρός. Θα μου κακοφανεί βέβαια όταν επιτέλους πάψουν κάποιοι να με συγκαταλέγουν, μαζί με το Δεληβοριά, τον Περίδη, το Μάλαμα, το Θανάση και άλλους σαραντάρηδες και πενηντάρηδες στους νέους δημιουργούς. Αν και δεν ξέρω πώς να βοηθήσω, έτσι που έγιναν τα πράγματα στη δισκογραφία. Το να κάνω συμμετοχή σαν τραγουδιστής δε λειτουργεί, το έχω δοκιμάσει. Ελπίζω να βρω τον τρόπο και να γίνει.


Back