Πάντα θα ξημερώνειΑν έχεις δόντι του φονιά και γούστα ματωμένα
αν μαύρισες τον ουρανό και θες να φας κι εμένα
μέσα στην καταιγίδα
θα γίνω αγκάθι στο λαιμό σου, σκόνη μες στο μάτι
μέσα στ’ αυτί σου ψίθυρος και σύγκρυο στην πλάτη
στη σιγουριά σου αγκίδα
Πάντα θα ξημερώνει
Σκοτάδι αν είσαι αφέγγαρο, λεπίδι δίχως πόνο
δύναμη δίχως όνειρο, ταξίδι δίχως δρόμο
οργή χωρίς καθρέφτη
θα γίνω μέρα που θα ‘ρθει κι άνοιξη στο λουλούδι
μες στον γκρεμό σου αντίλαλος και πιο βαθύ τραγούδι
στη μαχαιριά που πέφτει
Πάντα θα ξημερώνει
Τ’ είναι ζωή; τι μη ζωή; και τι τ’ ανάμεσό τους;
Ένα φωσάκι αγέννητο μες στην καρδιά του σκότους
πάντα θα ξημερώνει
Ο χορτάτοςΚανενός δεν σκίζεται η καρδιά
Μόνο η δικιά μου
κλαίει τα παιδιά που βρήκαν μνήμα της αρμύρας
και της άμμου
Κανενός δεν τραγουδάει η φωνή
Μόνο η φωνή μου
γίνεται ο άστεγος κι η πόλη σε μια χώρα
της ερήμου
Κανενός δεν σκίζεται η καρδιά
μόνο η δικιά μου
βλέπει το δίκιο του ληστή και του φυγά
Μόνο η καρδιά μου
Κανενός δεν ξεσηκώνεται η ψυχή
μα το σκυλί μου
το λέω Τσε
κι Άρη φωνάζω το υπέρβαρο γατί μου
“Και ουδείς γογγύζει: κανενός δεν σκίζεται η καρδιά. Μόνο η νυχτερινή μας σιωπή, όταν κατευθυνόμαστε στα τέσσερα προς τις πυρές που κάποιος, σε ώρα μυστηριώδη και με στόχο ακατανόητο, έχει ανάψει για μας.” *Κι όταν χορτάτος κουκουλώνομαι ζεστά
μες στη χλιδή μου
κανενός δεν σκίζεται η καρδιά
ούτε η δική μου
*Ρομπέρτο Μπολάνιο, “Οι άγριοι ντετέκτιβ” Μετάφραση: Κώστας ΑθανασίουΠολιτική ΤοποθέτησηΡέβομαι σούσι κι ονειρεύομαι επανάσταση
καλοταϊσμένος περιμένω την ανάσταση
είμαι γελοίος
Στο διαδίκτυο απαγγέλλω το κενό μου
είμαι μεγάλος στο μικρό δωμάτιό μου
άδειος και κρύος
Στρίβω γωνία σαν μυρίσω χημικό
μου είν’ αρκετό ν’ αγανακτώ μ’αντηλιακό
μες στην Πλατεία
Μεγαλουργώ στα λόγια κι από πράξη τίποτα
τι διαλέξεις, τι τσιγάρα, τι ποτά
στα καφενεία
Στης Ρούμελης τ’ άγιο Βουνό θέλω να βγω
μα ούτ’ ανηφόρα δεν αντέχω ν’ ανεβώ
σα βόδι έγινα
Είπα το Σύστημα να μην υπηρετήσω
έχω όμως δόσεις, πήρα δάνειο για να χτίσω
σε Αθήνα κι Αίγινα
Μικρός ορκίστηκα τον κόσμο να αλλάξω
μα στα σαράντα μου είμαι ο κόσμος
πού να ψάξω για τον ένοχο
Ρέβομαι σούσι κι ονειρεύομαι επανάσταση
Είμαι επιτάφιος, με προσπέρασε η ανάσταση
κι ελπίδα δεν έχω
Πού πεθαίνουν τόσα πουλιάΠού πεθαίνουν τόσα πουλιά και πού να είσαι τώρα
Πού πήγανε τα χρόνια μας και ποια είν’ ετούτη η ώρα
ετούτη η ώρα η δύσκολη που μόνος απομένω
Πού χάθηκες και χάθηκα δεν το καταλαβαίνω
Πού να πήγε τόση ζωή κι αυτά που ήταν να ‘ρθούνε
ούτε στο αύριο πετούν ούτε στο εδώ πατούνε
κι έγινε το αύριο πουθενά και το μαζί ποτέ μας
Πού χάθηκαν τόσα πουλιά δεν θα το βρει κανένας
Μια χούφτα γηΠήρα κι εγώ μια χούφτα γη
για να την πω δικιά μου
Το σπίτι - ο κόσμος - η ζωή
Μα βρήκα πιο μικρή από το πέρασμά μου
την πόρτα που κλείνει την αυλή
Κι έγινε πιο στενή κι απ’ τη στενή καρδιά μου
η μέρα, το κελί κι ολόδικη μου η φυλακή
Κι ήρθες στο τίποτα σαν φως
αρχάγγελος ταξιάρχης
και γκρέμισες τοίχους και αυλές
Ξεκλείδωτη όλη η Γη
φτάνει που υπάρχεις
και ρίχνεις το βλέμμα εδώ κι εκεί
Είμαι μια χούφτα γη
Στα χέρια σου με πλάθεις
και χτίζουμε μαζί τον άδειο κόσμο απ’ την αρχή
Η ωραία του χωριούΓύρισα από την πόλη
άστους να κουρεύονται όλοι
Γύρισα - να σε χαρώ κορίτσι μου
στο χωριό για να σε βρω
Να σου σκάψω τους μπαξέδες
να φυτρώσουν κατηφέδες
Να σε πιάσω από γύρω - βρε όμορφη
πριν χαθώ και πριν να γείρω
Ένα μήνα στο χωριό
και δεν ήρθα να σε ιδώ
Γιατί ζωντανούς πεθαίνεις - βρε μάγισσα
και τα μνήματα ανασταίνεις
Μα ήρθε η ώρα μου απόψε
έλα, τη ζωή μου κόψε
Από ‘δω είσαι κι απ’ αλλού - αγγέλισσα
σαν τ’ αστέρι τ’ ουρανού
ΧωρισμόςΜην το πεις, το ξέρω
Είναι άγριο σαν ξεροβόρι
σαν εφτά χρονών αγόρι στη βροχή
Μην το πεις
Μην το πεις, φοβάμαι
Μες στα μάτια μας κρατάμε λόγια-ποταμούς
που ξεχειλίζουν τη σιωπή
Μην το πεις
Μοιάζουν πέτρες, μοιάζουν ξύλα
μοιάζουνε πεσμένα φύλλα
Σαν καράβια που βουλιάζουν
όλες μας οι λέξεις μοιάζουν
Των ματιών μας η αρμύρα
άγρια θάλασσα πλημμύρα
και τα δάκρυα που στάζουν
κύμματα που μας σκεπάζουν
Μην το πεις, μη φύγεις
Κάθε που μαζί μου σμίγεις
χίλια παραθύρια ανοιγοκλείνει η ζωή
Μην το πεις
Κι αν το πεις τραγούδα
μεθυσμένη μαύρη πεταλούδα
πες το σαν σουξέ μιας μέρας ορφανής
Αν το πεις
Νικολάου ΓκάτσουΧατζιδακιάς *Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
του Χατζιδάκι βάσανα θα πω στ’ αρχοντικό σας.
Με του Μαγιού τις ευωδιές, του φθινοπώρου τ’ άνθη
γεννήθηκε μεγάλωσε και σπούδασε στην Ξάνθη.
Η μάνα του πολίτισσα ο κύρης του απ' την Κρήτη
τον Καζαμία διάβαζε και τον Ονειροκρίτη.
Από μικρός τα γράμματα του φέρναν αηδία
τη μουσική αγάπησε μα όχι τα ωδεία.
Κι αντί να φύγει σ’ άλλη γη να πάει σ’ άλλα κράτη
την Αττική προτίμησε και τ’ όμορφο Παγκράτι.
Κι αντί σαν όλα τα παιδιά να βγει κι αυτός στο πάρκο
τους οικοδόμους άκουγε που τραγουδούσαν Μάρκο.
Καλήν εσπέραν άρχοντες κι ακούστε παρακάτω
πώς άλλοι βγαίνουν στον αφρό κι άλλοι κολλάν στον πάτο.
Με τα χειρόγραφα σωρό τις μελωδίες μάτσο
βρήκε έναν τύπο βλοσυρό που τονε λέγαν Γκάτσο.
Καθήσαν κάτω και μαζί πολλά τραγούδια γράψαν
που τα πουλιά σωπάσανε κι όλα τ’ αηδόνια πάψαν.
Ανολοκλήρωτο «παιχνίδι».Η μάνα μου το ΠάσχαΠαιδί
που μ’ αγγελόσκιαζε το φως
και νύχτωνε νωρίς κοντά στους κατηφέδες
η μάνα μου
σαν βύζαινε μια χούφτα σαλιγγάρια
ξύπναγε δίπλα στο κορμί της
κι έκλαιγε να πνάσει
Ποιος ν’ ακούσει...
Έξυνα επάνω της στεχνά νερά
παλιές εφημερίδες
Έσκυβα και μάζευα κομμάτια παρακάλια
μανικετόκουμπα χρυσά
τα σκουλαρίκια της δειλά
τα περιστατικά της ομορφιάς της
Κι όπως πανσέληνος μικρή
ανέτελε στον κόρφο της
πύρωνα φύλλα προσευχής
κι έβγαινε πάλι στην αυλή
ψηλή
φυτρωμένη
η μάνα μου το Πάσχα
Από την (εκτός κυκλοφορίας) ποιητική συλλογή «Χρωμόλευκο», 19..Τι περιμένεις πιαΣαν είν’ τα όνειρα μικρά
μικραίνουνε μαζί και τα τραγούδια
μικραίνει ο τόπος κι η καρδιά
Τι περιμένεις πια
τι περιμένεις πια
τι περιμένεις για να πεις το ναι
τι περιμένεις για να πεις το όχι
Μια αλυσίδα σε κρατά
και τη γυαλίζεις και την ομορφαίνεις
δένεις γραβάτα τη θηλειά
Τι περιμένεις πια
τι περιμένεις πια
τι περιμένεις για να πεις το ναι
τι περιμένεις για να πεις το όχι
Σιγανά και ταπεινά
μα όχι σκυμμένα και ταπεινωμένα
γίνε η ζωή σου που περνά
Τι περιμένεις πια
τι περιμένεις πια
τι περιμένεις για να γίνεις ναι
τι περιμένεις για να γίνεις όχι
Μικρή βαλίτσαΚαι πού να πας και πού να ‘ρθεις
και πού να επιστρέψεις
που ‘ναι τα ξένα μακρινά
κι είν’ τα δικά μας ξένα
και πού να επιστρέψεις
Μικρή βαλίτσα και βαριά
γεμάτη πέτρα κι ήλιο
είναι το εμπρός ανήλιαγο
κι είναι σκληρό το πίσω
και πού να σ’ ακουμπήσω
Μικρή βαλίτσα κι αδειανή
κι ας μου ‘κοψες τα χέρια
δε βρίσκω τόπο να σταθώ
ματώνω να σ’ αφήσω
λυγώ να σε κρατήσω
Και πού να πάω και πού να ‘ρθω
και πού να επιστρέψω
που ‘ναι τα ξένα μακρινά
κι είν’ τα δικά μου ξένα
και πού να επιστρέψω
Ο τιμονιέρηςΜη λες πολλά, μη θες πολλά, μην κάνεις το δικό σου
μην πας ψηλά, μη θες πολλά, μείνε στο μερτικό σου
Μείνε στο μαύρο σου κενό, στη γκρίζα σου την πόλη
μην έχεις μνήμη, μη ρωτάς, κάνε όπως κάνουν όλοι
Βολέψου αναπαυτικά κι άσε μου το τιμόνι
παντρέψου στα περιοδικά, σμίξε με την οθόνη
Μέσ’ απ’ της κάλπης τη σχισμή ξεγέννα τα παιδιά σου
κι ήσυχος κλείσ’ τα μάτια σου κι από τον κόσμο χάσου
Σου δίνω Σάββατο να βγεις στη νύχτα του άλλου κόσμου
μια Κυριακή να βαρεθείς κι αύριο ξανά δικός μου
Ζήτα μου αν θέλεις δανεικά, στέγη, τροφή κι αμάξι
δική μου η γη που σε γεννά κι η γη που θα σε θάψει
Αν μου σταθείς αντίπαλος σου εκδίδω και βιβλίο
και καπετάνιο κάμνω σε σ’ ένα μεγάλο πλοίο
Στης πλάνης σου τ’ απόνερα ελεύθερος κολύμπα
και κάθε χρόνο μια φορά σπάσ’ τα και κάν’ τα λίμπα
Είμαι η ομίχλη στο μυαλό κι ο φράχτης στην καρδιά σου
και στο πανί του ύπνου σου προβάλλω τα όνειρά σου
Είμαι εσύ κι είσαι εγώ και πώς να με νικήσεις
χωρίς εμένα δεν μπορείς να ζήσεις ή να σβήσεις
Η μέρα που θα ‘ρθειΈναν τον βρήκα ξαπλωμένο στις γρίλλιες του μετρό. Μόνο νερό μου ζήτησεΟ άλλος χώθηκε στον κάδο, μην παγώσει. Τον πήρε σκουπιδιάρικοΑυτά, στις μέρες τις καλές, που ζητιανεύεις να επιστρέψουνΚι η κοπέλα στο παγκάκι πεθαίνει ή ανασταίνεται;Κι εκεί ο σταυρός; Ποιον κοροϊδεύει;Κι οι προύχοντες, τόσα τους δώσαμε, αντί να πάνε διακοπέςγερνούν μες στα γραφεία και στα παράθυραΚαι τα ποιήματα; Πεταμένα στα σχολείαΚαι τα παιδιά, τα όνειρα ξοδεύονται στο μίσοςΚι εγώ; Λόγια σπουδαία και ιδέες θαυμαστές. Και θαυμάστριες...Μόνο η νυχτερινή μου σιωπήΚι εσύ, γυμνή ομορφιά του κόσμουμέσα και δίπλα μου ξυπνάς και με ρωτάςτι στο καλό με δέρνει και νυχτώνομαιπου ‘χω να σηκωθώ πρωί, λογαριασμοί και τράπεζες και τέτοιακι είμαι παλαβός και τελοσπάντων έχει κουνούπια στα παιδιάκαι δες μην κατουρήθηκανΧαμογελάς, σκεπάζεσαι και το χαμόγελο κρατά ενώ ξανακοιμάσαιόπως στ’ αρχαία αγάλματαΚι όνειρα βλέπεις, αναλήψεις των πτηνών και των ερώτων κι εγώ ξύπνιοςΜόνο η νυχτερινή μου σιωπή Η μέρα θα ‘ρθειΚι αν έχω φύγει αυτή θα ‘ρθεί, τεράστια κι ήσυχηΤότε –τώρα θα ‘ναι–θα γονατίσει το θεριόθα γύρει να λιαστεί ανάσκελο το σκότοςθ’ απαλλαγεί το μίσος απ’ το μίσος, η σφαίρα από τον στόχοθα χαωθεί η τάξη της φρίκηςκι ο νόμος, ανάγκη της αποτυχίας μας, θα σβήσειΘ’ ανοίξει το κελί, θ’ αλαφρύνει το πάτημα χωρίς την αλυσίδαθα λιώσουν η σημαία και το σκήπτροθα γίνει το σπαθί νερό κι η δίψα παραμύθιΚι αν είμαστε - κι αν είμαι λίγος κι υποτακτικόςμια μέρα, γιατί η μέρα θα ‘ρθεικάποιοι, εμείς θα είναιθα σταθούνσυνείδηση μες στα αίματανα πουν σε όλους και σ’ εμάς, για όλους εμάςΣυγνώμηΚι όταν μεγάλα τραγουδήσουντο ασήμαντο νυχτερινό τραγούδι της σιωπής μαςθα φέξει επιτέλους το ξημέρωμα μιας νέας τραγωδίας