2010 Οκτώβριος - Περιοδικό Αθηνόραμα

Συνέντευξη στον Γιώργο Χαρωνίτη

 

Καταλαβαίνω ότι η ανάγκη του δημιουργικού μουσικού είναι να μπαίνει όσο πιο βαθειά γίνεται στη μουσική – ή, μάλλον, στις μουσικές – και να ανακαλύπτει μέσα από αυτές... τι; Τον εαυτό του; Τον κόσμο; Τον εαυτό του σε σχέση με τον κόσμο;

Δεν αισθάνομαι εξερευνητής. Και, σίγουρα, ούτε τουρίστας. Ίσως ταξιδιώτης. Η ανάγκη μου δεν είναι να εξερευνήσω τη μουσική, ούτε να ανακαλύψω τίποτα. Ζω μέσα της, σαν σε ταξίδι ισόβιο. Περιφέρομαι στην επικράτειά της, πότε βιαστικός, πότε αργόσχολος, γνωρίζω ανθρώπους, εμπειρίες, βλέπω, ακούω, νιώθω, κουράζομαι, σταματώ για λίγο και μετά, μόλις πάω να φυτρώσω, ξαναρχίζω το δρόμο. Όχι σαν ταξίδι σε ξένη χώρα, αφού, όσο λίγο κι αν γνωρίζω τη μουσική, ζω μέσα της από παιδί. Θέλω να γίνω καλός πολίτης της μια μέρα. Έχω τη φιλοδοξία να γεννώ τραγούδια-παιδιά στο χώμα της, έργα-βρέφη, που ζουν με όλες τις υπόλοιπες νότες των ανθρώπων, κουρδισμένες και φάλτσες, αγγελικές και αδιάφορες, απ' την αρχή του κόσμου ως τώρα.

 

Μια άλλη ανάγκη είναι η επέκταση των εκφραστικών μέσων; Η εξερεύνηση των διαφόρων οργάνων και των δυνατοτήτων τους; Το «άνοιγμα» από τη «σόλο» παρουσία στην «πλήρη» συμφωνική; Θα ήθελα να μάθω τι σημαίνει για σένα αυτή η κλιμάκωση, μια και δουλεύεις πολύ καλά μόνος σου, με μικρό γκρουπ, με μεγάλο γκρουπ, με χορωδία κ.λπ.

Πίσω από μια συναυλία κιθάρα-φωνή, από μια άλλη με ηλεκτρική μπάντα και από μια τρίτη με συμφωνική ορχήστρα και χορωδία, υπάρχει μια κοινή βάση τόσο ισχυρή, που δεν σε αφήνει να θεωρήσεις πως πρόκειται για εντελώς διαφορετικά πράγματα: Η ανάγκη να μοιραστείς με τον συνάνθρωπο ένα μουσικό υλικό. Ειδικά στην περίπτωση που αυτό, είτε πρόκειται για τραγούδια, είτε για «λόγια» μουσική, γράφεται σε συνθήκες απόλυτης μοναξιάς, όπου το κοινό είναι πολύ μακρινό και δεν αποτελεί αναφορά την ώρα της γραφής, η στιγμή αυτή, που η μουσική γίνεται «ζωντανή», είναι διπλά σημαντική. Όσον αφορά την ενορχήστρωση, το θέμα είναι να ακούσεις τι ζητά το ίδιο το υλικό σου. Όπως και η σύνθεση, απ΄την οποία δεν τη διαχωρίζω, δεν είναι εύκολη υπόθεση, θέλει αφοσίωση. Ευτυχώς, μπορούσα να ζω απ' το αντικείμενό μου και δεν είχα άλλες δουλειές... Οπότε καταπιάστηκα μ' όλα αυτά, προσπαθώντας να επιτρέψω στα τραγούδια και στις μουσικές να μιλήσουν, να πουν αυτό που είναι, χωρίς να αναγκαστώ να τα ντύσω με κουρέλια, ούτε όμως και με φανταχτερά, ξένα ρούχα. Να είναι ο ήχος τους σώμα και σάρκα δική τους. Ούτε να βάζω συμφωνικές ορχήστρες να βαράνε για να δείχνω «σοβαρός», ούτε να αρκούμαι στις ευκολίες και τα κλισέ του επαγγέλματος. Όταν λοιπόν έχω εγώ τον μουσικό λόγο, στις σόλο εμφανίσεις, στις συμφωνικο-χορωδιακές και στους δίσκους, τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Όταν όμως καλούμαι να συνεργαστώ με τους αυτοσχεδιαστές μουσικούς με τους οποίους συχνά εμφανίζομαι, τα πράγματα αλλάζουν. Κρατώ μαζί τους μια σχέση μακροχρόνια. Γιατί εκεί, η αισθητική, η γλώσσα, ο χαρακτήρας και ο στόχος, γίνονται κοινή υπόθεση, που θέλει εμπιστοσύνη, αλληλοσεβασμό, αλληλοθαυμασμό, χιούμορ και συντροφικότητα.

 

Σ' αυτά σου τα εκτενή έργα αναγνωρίζεις κάποιες συνειδητές επιδράσεις; Τοποθετείς τον δικό σου μουσικό κόσμο σε σχέση με «κάτι»;

Ποτέ δεν θαύμασα ιδιαίτερα την πρωτοτυπία, ούτε και τη γύρεψα στη δική μου διαδρομή. Το να είναι μια μουσική ιδιαίτερη λόγω ενός προσωπικού χαρακτήρα που τη διέπει και την καθορίζει, είναι άλλο από το κυνήγι της πρωτοτυπίας, που στο σύγχρονο κόσμο γίνεται συχνά αυτοσκοπός. Δεν αποφεύγω τις επιρροές μου, δεν τις κρύβω και δεν παριστάνω πως γεννήθηκα μουσικά απ' το μηδέν. Ίσα-ίσα, οι αναφορές στις αλλοπρόσαλλες επιρροές μου είναι τόσο έντονες, που συχνά δημιουργούν ένα (δημιουργικό ελπίζω) χάος στους δίσκους και στη λίγη ορχηστρική μουσική μου. Οι έλληνες συνθέτες και τραγουδοποιοί των περασμένων δεκαετιών, η κλασική μουσική από τη δισκοθήκη του πατέρα μου, που υπήρξε το soundtrack των παιδικών μου χρόνων, το ροκ της εφηβείας μου, οι συνθέτες του εικοστού αιώνα που αγάπησα, η εναλλακτική ξένη σκηνή, τα σπουδαία τραγούδια των σύγχρονων συναδέλφων μου, η βυζαντινή και η παραδοσιακή μουσική της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Κύπρου, είναι πάντα μαζί μου, είτε γράφω, είτε τεμπελιάζω. Δεν ξέρω όμως να σου πω πού ανήκω ο ίδιος. Σε ποια «σχολή», σε ποιο είδος. Και δεν με ενδιαφέρει και πολύ να μάθω.


Πίσω