2009 Μάρτιος - Εφημερίδα Καθημερινή

Συνέντευξη στη Γιώτα Συκκά

 

O καινούργιος σου δίσκος έχει αρκετή απόσταση από τον προηγούμενο αλλά και εντελώς διαφορετικό ύφος. Τι ακριβώς σημαίνει «Νεροποντή»;

Είναι λέξη που χρησιμοποιώ στους στίχους τόσο του προηγούμενου δίσκου, όσο και σ' αυτόν. Σημαίνει ξάφνιασμα, απρόσμενη δροσιά, ένα «εκτός εποχής» δριμύ γεγονός έξω απ' τη θέληση ή τον έλεγχό σου που, όσο κι αν το επιθυμείς, σε πιάνει απροετοίμαστο, μια ραγδαία στιγμή που σε βγάζει έξω απ' τα σχέδιά σου, έξω απ' το αυτονόητο. Και το υλικό αυτό έτσι ήρθε. Σαν χείμαρρος σε αργή κίνηση. Και σαν λύτρωση.

 

Περιλαμβάνει κι όλα όσα έζησες αυτά τα χρόνια. Την εμπειρία από τα μαθήματα σύνθεσης που κάνεις στην Αγια Πετρούπολη, το ενδιαφέρον για την κλασική μουσική, τις συναντήσεις σου με τις λογοτεχνία και την ποίηση, το γάμο σου, τις δυο κόρες σου και τις περιοδείες σου εντός και εκτός Ελλάδος.

Τα περιλαμβάνει, αναπόφευκτα, καθώς και άλλα, παρ' όλο που δεν είμαι της γνώμης πως το τραγούδι αποτελεί αποκλειστικά αποθήκη εμπειριών. Μπορεί συχνά να είναι και γεννήτρια εμπειριών. Πολλές φορές έζησα πράγματα επειδή τα έγραψα, αντί να συμβαίνει το αντίστροφο. Ή μεγαλοποίησα εμπειρίες. Όπως τις σπουδές που προανέφερες, που δεν είναι άλλο από ένα μικρό διάστημα αποκλειστικής αφοσίωσης σε μιαν άλλη μουσική, που όμως ο ήχος, κι όχι η ουσία της, παίρνει κυρίαρχο ρόλο στο δίσκο αυτό.

 

Γιατί επέλεξες την παρουσία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βουλγαρικής Εθνικής Ραδιοφωνίας κι αυτό τον ήχο σε μια εποχή που τέτοιες επιλογές μοιάζουν σαν να έρχεσαι από άλλον πλανήτη;

Μα, ποιος είναι επιτέλους αυτός ο άλλος πλανήτης, να τον κατοικήσουμε, να ησυχάσουμε! Μόνοι χτίζουμε τις φυλακές μας, άντε, με τη βοήθεια των ΜΜΕ που αποφασίζουν τι ανήκει στο mainstream – άρα στον πλανήτη Γη – και τι όχι. Όλα είν' εδώ κι όλα για πάντα. Διαλέγεις τι αγαπάς και του κάνεις παρέα.

 

Τα τραγούδια του καινούργιου δίσκου καταγράφουν και σχολιάζουν κοινωνικά αδιέξοδα της εποχής αλλά και δικά σου. Είναι από εκείνα που λένε πολλά, ο ακροατής καταλαβαίνει ότι έγινε σκληρή δουλειά αλλά δεν είναι από τα τραγούδια που τραγουδιούνται εύκολα. Πώς θα περιέγραφες το δίσκο σε κάποιον που δεν τον έχει ακούσει;

Εμένα μου φαίνεται πανεύκολος: έχει τις στριφνάδες και τις παραξενιές του, τις μεγαλομανίες του, τις υπερβολές του, τα μυστικά του, τα αστειάκια και τις απελπισίες του, μιαν αδυναμία επικέντρωσης σ' ένα μουσικό ύφος, μιαν εκτός «εντέχνου» τρέλα, ενορχηστρωτικά κινείται μεταξύ συμφωνικής ορχήστρας, τεσσάρων χορωδιών και σκέτης κιθάρας. Αν του δοθεί ο χρόνος να συμβιώσει και να αγαπηθεί, χρόνος όχι αυτονόητος στην εποχή που ζούμε, μπορεί κι η εταιρεία να βγάλει τα έξοδά της. Κι αν φαίνεται περίπλοκος σ' έναν ακροατή που επιμένει να ζητά τον έρωτα με την πρώτη ματιά, οι άνθρωποι που ακούν τα τραγούδια μου, μου έχουν αποδείξει πως το ίδιο αγαπούν τα «εύκολα», το ίδιο και τα «δύσκολα».

 

«Αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει/ σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός/ πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι/... «Η πατρίδα» είναι ένα τραγούδι – παραλήρημα.. Πώς προέκυψε;

Έγραψα ένα βράδυ το πρώτο τετράστιχο, όπως συνήθως χωρίς να ξέρω με τι θα ασχολείται το τραγούδι. Την επομένη ξαναείδα το χαρτάκι, πήρα ένα μεγαλύτερο και συνέχισα.

 

Μιλάς για τη μισή Λευκωσία, τη βουλιαγμένη Σερβία, για το Βελιγράδι και τις Αμερικάνικες βόμβες, για την μπερδεμένη μας πίστη...Μοιάζουν με συσσωρευμένο θυμό δεκαετιών όλα αυτά.

Μπα, δεν είναι οργισμένο. Μιλά για πράγματα που έζησα ο ίδιος. Την αιχμαλωσία της μητέρας μου (εκφωνήτριας στο ΡΙΚ) από τους χουντικούς, το βομβαρδισμό της Κύπρου και την εισβολή, το βομβαρδισμό της Σερβίας (ήμουν εκεί για λίγες μέρες), τους ορφανούς από πολέμους γονείς μου, τους μπάτσους που είδα το 1991 να ρίχνουν χλευάζοντας δακρυγόνα στους πυροσβέστες που προσπαθούσαν να σώσουν τους ανθρώπους από το Κ. Μαρούση, το φλεγόμενο κτίριο στη συμβολή Πανεπιστημίου και Ομονοίας (κάποιοι κάηκαν ζωντανοί), την πρόταση που μου έγινε να συμμετάσχω στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών αγώνων και την άρνησή μου, κάποιους Ελληνοκύπριους πρόσφυγες που μετά μανίας επισκέπτονταν τα κατεχόμενα μετά το άνοιγμα της Πράσινης γραμμής, μόνο για να παίξουν στο καζίνο ή για να ψωνίσουν φτηνότερα, τη δική μου έπαρση. Για την ακροδεξιά που έχει μόνο απαντήσεις. Για τη βιαιότητα και τη βεβαιότητα πως είμαστε οι καλύτεροι. Περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά γεγονότα που έζησα στ' αλήθεια κι όχι μέσα απ' την τηλεόραση.

 

«Με τρομάζεις ακόμα, οπαδέ της ομάδας/ του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα/ διερμηνέα του Θεού, ρασοφόρε γκουρού...». Πέρασες από πολιτικές νεολαίες και από το Άγιος Όρος και πως σου φαίνονται όλα αυτά μετά τα τελευταία σκάνδαλα και γεγονότα;

Αυτά να απασχολήσουν όποιον έκανε σαφάρι αγίων στο Άγιον Όρος. Εγώ κανονικούς ανθρώπους γνώρισα και αγάπησα. Άθρησκα μεγαλωμένος, από γονείς που όμως σέβονταν και τα κουνούπια ακόμα, έχοντας ανικανότητα κατανόησης του τυπικού μέρους και αδυναμία να ενσωματωθώ στην εκκλησία ή, έστω, να αποδεχτώ τα φλάμπουρα, τους θούριους και τους εκπροσώπους της, μάθαινα λίγο βυζαντινή μουσική, πάλευα με τον εαυτό μου, ησύχαζα, περπατούσα. Γνώρισα ανθρώπους εκεί, όπως και έξω. Ούτε τους έκρινα, ούτε πήγαινα για να με κρίνουν. Μόνο υπήρχα. Έχω χρόνια να μείνω για καιρό εκεί και μου λείπει.

 

Στους δίσκους σου πάντα διακρίνονται οι επιρροές σου αλλά εδώ είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά φανερός ο Σαββόπουλος.

Ναι; Χαίρομαι! Αγαπώ τους δίσκους του, με έχουν διαμορφώσει από παιδί, αποτελούν μέχρι σήμερα ένα μυστικό τοπίο στο οποίο νοερά καταφεύγω σε ανύποπτες στιγμές. Μαζί με το Χατζιδάκι και το Μαρκόπουλο, αποτελεί την κύρια ελληνική επιρροή μου. Ίσως να βλέπει με κάποια συγκατάβαση τους περισσότερους «απογόνους» του. Είμαστε μικροί και «λίγοι». Είναι και δύσκολη η εποχή...

 

Πώς σου φαίνεται αυτή τάση των καταλήψεων αλλά και της διακοπής θεαμάτων που χαρακτηρίζει τους τελευταίους μήνες τον Έλληνα; Από τη μια κάνουμε αποκλεισμό του πρώτου μνημείου της χώρας, της Ακρόπολης΄ (οι συμβασιούχοι του ΥΠΠΟ επειδή είναι απλήρωτοι) και από την άλλη, φοιτητές δραματικών σχολών διακόπτουν θεατρικές παραστάσεις. Δεν υπάρχουν κάποια όρια;

Ελάχιστα σημαντικά πράγματα βγήκαν μέσα από το «Νόμος-Τάξις-Πειθαρχία». Ελάχιστα και μέσα από την εντός ορίων κίνηση. Τα όρια ορίζουν και πόσο θα τα ξεπεράσεις. Αυτοί λοιπόν που αποφασίζουν ποιο είναι το όριο, άρα και πόσο θα ξεπεραστεί, θα πρέπει να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους. Για να γίνω σαφέστερος, ας σεβαστούν περισσότερο οι κρατούντες τους πολίτες, ώστε και η διαμαρτυρία να γίνεται σεβαστή και να αποδίδει καρπούς, κάνοντας τον κόσμο καλύτερο χωρίς να χρειάζονται εντυπωσιακές κινήσεις και τόση φασαρία. Γίνεται; Μάλλον όχι.

 

Το να διακόπτεις μια θεατρική παράσταση δεν είναι εύκολος στόχος; Γιατί δεν επιχειρούν το ίδιο πράγμα στα μαγαζιά της νύχτας, εκεί που οι νόμοι είναι διαφορετικοί;

Οι περισσότεροι χώροι «της νύχτας», συμπεριλαμβανομένων και χώρων στους οποίους κατά καιρούς εμφανίζομαι, ούτε τους χώρους πολιτισμού παριστάνουν, ούτε υπόσχονται ένα καλύτερο αύριο στην ανθρωπότητα, ούτε δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως ανήκουν στο κοινό. Γι' αυτό και τους λέμε «μαγαζιά», όπως άλλα που πουλάνε παπούτσια ή έπιπλα. Λειτουργούν ξεκάθαρα με τους νόμους της αγοράς και του καπιταλισμού, στηριγμένοι στην καλύτερη περίπτωση στην ανάγκη των καλλιτεχνών να ζήσουν και να παρουσιάσουν τη δουλειά τους σ' ένα κοινό που έρχεται για ν' ακούσει, και στη χειρότερη στη θέληση των καλλιτεχνών να πλουτίσουν και στην επιθυμία του κοινού να καταναλώσει. Στους χώρους όμως που υπαινίσσονται υψηλότερες αξίες, τα παράπονα πιθανόν να είναι και ανάλογα των προσδοκιών.

 

Σε απασχολεί η οικονομική κρίση και οι αλλαγές που θα συμβούν και στο δικό σου χώρο ή είσαι από αυτούς που πιστεύουν ότι ίσως γίνει ένα σωστό ξεδιάλεγμα;

Ίσως να ήταν καιρός. Τα κεφάλια μέσα. Να δούμε τις αντοχές μας, να μετρηθούμε με τον εαυτό μας. Και μιλώ βέβαια για κάποιους –λίγους– που καλομάθαμε, έχοντας τη γκλαμουριά του έντεχνου και την αποδοχή του εμπορικού. Κι εγώ είμαι ένα καλό τέτοιο παράδειγμα. Δε λυπάμαι λοιπόν για τους μεγαλοτραγουδιστές ή μεγαλοτραγουδοποιούς, είτε «εμπορικοί», είτε «έντεχνοι», είτε «περιθωριακοί» θέλουν να ονομάζονται. Λυπάμαι μόνο για όσους νέους δεν θα βγουν προς τα έξω, εξαιτίας της κρίσης. Επίσης για τους πολλούς και συχνά αξιολογότερους συναδέλφους που τη βγάζαν με χίλια ζόρια, αλλά και για τους μουσικούς, ηχολήπτες, φωτιστές, τεχνικούς κλπ των οποίων η ζωή θα δυσκολέψει κι άλλο.

 

Έχεις σκεφτεί πώς θα σταθείς μελλοντικά στην νέα πραγματικότητα που δημιουργείται με την αλλαγή της παραδοσιακής μορφής πώλησης των cd;

(μεμονωμένα τραγούδια κι όχι ολοκληρωμένα έργα – ίντερνετ).

Στέκομαι ή πέφτω χωρίς να το πολυσκέφτομαι εδώ και χρόνια. Παρ' όλα αυτά, προετοιμάζομαι. Έφτιαξα ένα όχι προς εμπορική εκμετάλλευση στούντιο (λέγεται «Στούντιο Αισθητικής»), έναν ελεύθερο χώρο για να μπορώ να γράφω, όπως και κάποιοι άνθρωποι που θαυμάζω και δεν πουλάνε, χωρίς ιδιαίτερα έξοδα.

 

Αν δεν κάνω λάθος σαραντάρησες. Πώς είναι το παιχνίδι με το χρόνο; Ασπρίζουν τα μαλλιά σου κάθε μέρα, νιώθεις πως μεγαλώνεις, σε ενοχλεί που τα παιδιά σε φωνάζουν κύριο Αλκίνοο. «Μα τελευταίως το καταπίνω» τραγουδάς. Αυτό συμβαίνει;

Σαρανταρίζω σύντομα. Και αισθάνομαι παιδί, όχι με τη χαριτωμένη απαραίτητα έννοια. Μα με την έννοια της ανωριμότητας και της απατηλής άπλας του χρόνου που υπόσχεται πως έχω καιρό μπροστά μου για να κάνω όλα αυτά που θέλω: να μελετήσω, να γράψω καλύτερα, να ζήσω τη στιγμή, να είμαι μ' αυτούς που αγαπώ, να μοιάσω σ' αυτούς που θαυμάζω, να βοηθήσω όποιον με χρειάζεται, ν' αγιάσω, να μεγαλουργήσω, ν' αλλάξω τον κόσμο κι άλλα τέτοια. Στα 40 όλα σου δείχνουν πού περίπου μπορείς να φτάσεις. Δεν το βλέπεις. Το βλέπεις μάλλον αργότερα, στα 50 ή στα 60 σου. Τότε λοιπόν ή απαγοητεύεσαι, ή υπερεκτιμάς το μέχρι στιγμής έργο σου κι εκεί ακριβώς τελειώνεις. Κρεμμάς την ασπίδα σου στο τζάκι. Αυτό φοβάμαι.

 

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_1_08/03/2009_306369


Πίσω