2006 Μάιος - Περιοδικό Ηχος

Πόσα χρόνια περιμένατε για να κυκλοφορήσετε μια τέτοια δουλειά με τραγούδια από την ιδιαίτερη πατρίδα σας;

Εννιά χρόνια ασχολούμαστε με τα Κυπριακά τραγούδια, ο Μιλτιάδης Παπαστάμου κι εγώ. Από το 1997 λέμε "φέτος θα κάνουμε το δίσκο". Και φέτος, είχαμε επιτέλους δίκιο.

 

Το δελτίο τύπου του CD μιλάει για προσπάθεια σύγχρονης προσέγγισης δημοτικών κυπριακών τραγουδιών κλπ. Εμένα, όμως, εκτίμηση μου είναι πως πρόκειται για δίσκο αρχείου, ο οποίος στο μέλλον ενδέχεται να πάρει τη θέση του δίπλα σε δουλειές της Δόμνας Σαμίου, ακόμη και του Σίμωνα Καρρά. Συμφωνείτε;

Το σύγχρονο δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν προσπαθήσαμε να κάνουμε ένα σύγχρονο δίσκο. Απλά, παίξαμε τα τραγούδια αυτά όπως τα αντιλαμβανόμαστε εμείς, παιδιά της πόλης και του 20ού και 21ου αιώνα, και όχι όπως τα παίζουν οι παππούδες στα χωριά της Κύπρου. Ενορχηστρωτικά, χρησιμοποιήσαμε τις οικογένειες του βιολιού (διάφορα πολύχορδα βιολιά ειδικής κατασκευής, βιόλα, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο), του λαούτου (λαούτο και θιόρβη), της ταμπουτσιάς (κρουστά διάφορα της ευρύτερης περιοχής) και του πιδκιαυλιού (φλογέρα, κοντραμπάσα και υποκοντραμπάσα φλογέρα ειδικής κατασκευής), τις οικογένειες δηλαδή των οργάνων που χρησιμοποιούνται στην Κύπρο. Ο δίσκος αυτός όμως δεν αποτελεί δείγμα του πώς ακούγονται αυτά τα τραγούδια στα χωριά της Κύπρου, ούτε και αναφορά λαογραφική ή εθνομουσικολογική. Απέχει από την αυθεντικότητα και από την πιστή καταγραφή που είναι ζητούμενο στην εργασία του Σίμωνα Καρρά ή της Δόμνας Σαμίου, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι μια ρηξικέλευθη προσέγγιση της παράδοσης. Είναι μια ειλικρινής προσπάθεια ερμηνείας του υλικού από καλλιτέχνες και όχι από επιστήμονες, χωρίς ακαδημαϊσμούς, χωρίς επί τούτου ακρότητες και χωρίς εμμονές, και σίγουρα με τη γνώση ότι εμείς χρειαζόμαστε την παράδοση κι όχι αυτή εμάς.

 

Είστε εξαιρετικά χαμηλών τόνων ως καλλιτέχνης, αλλά απ' την άλλη δεν λέτε όχι σε ανομοιογενείς συμμετοχές: συμπράξεις με τη Γαλάνη, το Νταλάρα, το Μουσικό Σύνολο Μάνος Χατζιδάκις, τα Διάφανα Κρίνα, πρόσφατα το Συγκρότημα Λαμπράκη του Σιγανίδη, ακόμη και support στους Cure. Παρά τη φύση της ερώτησης, πως εξηγείται το γεγονός πως κανένας, συμπεριλαμβανομένου και εμού, δεν σκέφτεται «καχύποπτα» γι' αυτή σας την πορεία; Πιστεύετε πως είναι εύληπτη από το κοινό η αγάπη σας για όλες τις εκφάνσεις της ποιότητας στη μουσική;

Πιστεύω πως κάποιοι σκέφτονται καχύποπτα για μένα. Και καλά κάνουν. Ακόμα κι εγώ σκέφτομαι καχύποπτα για μένα, και μάλιστα συχνά. Αν κάποιοι δικαιολογούν τις επιλογές και τις συνεργασίες μου, ίσως το κάνουν κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, που μάλλον τους ικανοποιεί. Ή, πιθανά, δεν διακρίνουν κάποιο άγχος επαγγελματικής επιτυχίας πίσω απ' τις κινήσεις μου. Ίσως γιατί το κρύβω, ίσως γιατί την επιτυχία, έτσι όπως την εννοεί ο κόσμος, την είχα από εικοσιτριών χρονών και (μάλλον κακώς) τη θεωρώ αυτονόητη. Φροντίζω να υπάρχει λόγος άλλος για κάθε συνεργασία. Με το Νταλάρα, ας πούμε, δεν πήγα σε κάποιο μαγαζί για να τα πάρω. Δεν τον εκμεταλλεύτηκα και δεν με εκμεταλλεύτηκε. Ταξιδέψαμε όμως μαζί, και με άλλους μουσικούς, στο βομβαρδιζόμενο Βελιγράδι για να τραγουδήσουμε στην πλατεία όπου ο κόσμος μαζευόταν κι έστηνε συναυλίες την ώρα του βομβαρδισμού. Υπάρχει μια διαφορά εδώ, κι ο κόσμος μάλλον τη διακρίνει. Μπορεί να μη «δουλέψαμε» μαζί, μοιραστήκαμε όμως κάτι σημαντικότερο. Με άλλους καλλιτέχνες συνεργάζομαι στιγμιαία, με άλλους η συνεργασία κρατά μέσα στα χρόνια. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το πόσο μου αρέσουν ή πόσο τους σέβομαι. Έχει να κάνει με το πού αισθάνομαι χρήσιμος καλλιτεχνικά και πού μπορώ να λειτουργήσω τη δεδομένη στιγμή δημιουργικά. Επίσης, και με το αν με θέλει κι ο άλλος. Αλλιώς, παίζω και μόνος μου και μάλιστα περνάω μια χαρά! Είναι λίγο σαν τις ερωτικές σχέσεις. Με το Μιχάλη Σιγανίδη συνεργαζόμαστε περιστασιακά από το 1998. Τα τελευταία όμως χρόνια είμαι κανονικό μέλος του group του, του Συγκροτήματος Λαμπράκη (αρχηγός μας είναι ο Χάρης Λαμπράκης), δισκογραφικά αλλά και στις λίγες εμφανίσεις που κάνουμε, και αυτό το θεωρώ επιτυχία της ζωής μου.

 

Πως ορίζετε με λίγα λόγια τη συγγένεια μεταξύ του κυπριακού δημοτικού τραγουδιού και της ελληνικής μουσικής παράδοσης; Τι διαπιστώσατε από την πολυετή αναζήτηση σας;

Η Κύπρος αποτελούσε πάντοτε μια ιδιαίτερη πολιτιστική γειτονιά της Ελλάδας. Λειτουργούσε με βάση την εγγύτητά της στη Μικρά Ασία (στα γειτονικά παράλια της σημερινής Τουρκίας κάποτε άνθιζε Ελληνικός πολιτισμός), ενώ παράλληλα, δεχόταν την επιρροή των εκάστοτε Ανατολικών ή Δυτικών κατακτητών (σχεδόν ποτέ μέσα στην ιστορία της δεν έμεινε για πολύ ελεύθερη). Μέσα σε μια κοινή πολιτισμική κληρονομιά, αυτήν της Ανατολικής Μεσογείου, της Ελληνικής Αρχαιότητας, του Βυζαντίου, της Ελληνικής γλώσσας και αντίληψης του κόσμου, με όλες τις ετερόκλητες επιρροές από Φράγκους, Ενετούς, Άγγλους, Άραβες, Οθωμανούς και άλλους, πάντοτε όμως σε σχέση με τα πεισματικά παρόντα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου, διαμόρφωσε ένα δικό της χαρακτήρα, που πιο ξεκάθαρα φαίνεται στις «φωνές», τις ντόπιες μελωδίες που χαρακτηρίζουν την κάθε της περιοχή. Απ' εκεί και πέρα, υπάρχουν πολλά κοινά τραγούδια με την υπόλοιπη Ελλάδα, σε εκδοχές ιδιαίτερες, με αλλάγμένους τους στίχους ή τη μελωδία, αλλά με σαφώς κοινή ρίζα.

 

Ο Μιλτιάδης Παπαστάμου είναι σταθερός συνεργάτης σας την τελευταία δεκαετία, ένας βιρτουόζος του βιολιού με σπουδές στην κλασική μουσική και τον αυτοσχεδιασμό. Τι σας ένωσε με τον συγκεκριμένο μουσικό για το συγκεκριμένο project;

Η αγάπη μας για το υλικό αυτό, μια αισθητική συγγένεια, η φιλία μας και το γεγονός ότι περάσαμε –και περνάμε- σπουδαία μέσα στη διαδικασία.

 

Ο νεαρόκοσμος συνηθίζει να τραγουδάει μαζί σας στις συναυλίες σας. Θα συμβεί το ίδιο, λέτε και με το ρεπερτόριο αυτού του CD;

Θα χαρώ πολύ αν συμβεί κάτι τέτοιο, αν και δεν το περιμένω, είν' η αλήθεια. Είναι δύσκολη διάλεκτος η Κυπριακή. Η μάνα μου, Σαλονικιά, έζησε στην Κύπρο 40 χρόνια, και δεν έμαθε να τη μιλά. Απ' την άλλη μεριά, είναι μια διάλεκτος που ο Ελλαδίτης, αν και δεν μπορεί εύκολα να τη μιλήσει, την κατανοεί. Με το μικρό γλωσσάρι μάλιστα, που περιλαμβάνει το έντυπο του cd, δεν θα βρει δυσκολίες το μη Κυπριακό κοινό στην κατανόηση των στίχων.

 

Σε παλιότερη συνέντευξη της, η Δόμνα Σαμίου μου είχε διατυπώσει την άποψη «μην πειράζετε το δημοτικό τραγούδι, όταν φτιαχνόταν δεν υπήρχε καν ηλεκτρικό ρεύμα». Εσείς, που προσεγγίσατε χωρίς καθόλου σχεδόν πειραματική διάθεση, το κυπριακό παραδοσιακό τραγούδι, πως σχολιάζετε την πρόσμιξη ηλεκτρικού, ακόμη και ηλεκτρονικού ήχου με την παράδοση;

Η παράδοση είναι συνώνυμη της εξέλιξης. Το κλαρίνο μπήκε στην Ελληνική μουσική από τις μπάντες του Όθωνα. Το βιολί ήρθε λίγο πριν, από τη Δύση. Με την ίδια λογική, ο παραδοσιακός μουσικός του 15.000 π.Χ. που τραγουδούσε ουρλιάζοντας και χτυπώντας πέτρες, θα έπρεπε να πει στο νεωτεριστή συνάδελφό του, που επινόησε ένα όργανο από κέλυφος χελώνας, περίπου τα ίδια λόγια. Το «αυθεντικό», η αναζήτησή του και η εμμονή σ' αυτό, δεν υπήρχε πάντα. Είναι μια επινόηση ακαδημαϊκή, που προέκυψε μέσα από τις επιστήμες της λαογραφίας και της εθνομουσικολογίας, αλλά κυρίως μετά την ανακάλυψη του φωνογράφου. Συνήθως, αναφορά μας για το αυθεντικό, είναι οι πρώτες καταγραφές σε δίσκο ή κερί. Η Δόμνα Σαμίου, βέβαια, έχει ένα δικαίωμα παραπάνω να μας συμμαζεύει. Είναι εθνική ηρωίδα, κατά τη γνώμη μου. Και έχει δίκιο να φρικάρει, όταν διάφοροι μετανοημένοι νεοφώτιστοι ξεκρεμμάνε την αφίσα των Zeppelin, ντύνουν τα σπίτια τους με κιλίμια και φοράνε την παράδοση ως ένδυμα φανατισμού, άγνοιας και άνοιας και όχι σαν τρόπο αντίληψης, λειτουργίας και δημιουργίας. Η αναζήτηση του αυθεντικού απέκτησε νόημα με την εμπορευματοποίηση της μουσικής. Έχει τη νοσταλγία μιας εποχής που το τραγούδι δεν φτιαχνόταν με βάση το οικονομικό ή καριερίστικο συμφέρον του δημιουργού, αλλά μόνο ως ιερή ανάγκη έκφρασης. Για τη Σαμίου, ο δικός μας δίσκος, είναι πειραματικός. Για σένα όχι, γιατί συνηθίσαμε σε ανούσιες, κραυγαλέες διασκευές, σε με το ζόρι πειραματικούς νεοτερισμούς, σε πρόδηλες, εξωστρεφείς προσεγγίσεις. Κάτι τόσο χαμηλού αισθητικού επιπέδου όσο το να βάζεις μπιτ στην «Ωδή στη Χαρά», θεωρώντας ότι κάνεις επανάσταση. Τώρα, για την πρόσμιξη ηλεκτρικού ή ηλεκτρονικού ήχου με την παράδοση, δεν έχω καμμία αντίρρηση. Όταν το κάνουν οι Mode Plagal, ας πούμε, έχει λόγο ύπαρξης και καλλιτεχνική σημμασία μεγαλύτερη από άλλη μία «αυθεντική» εκτέλεση του ίδιου υλικού. Και η καχυποψία σε σχέση με τον ηλεκτρισμό, μου φαίνεται χωρίς νόημα. Η ίδια η Δόμνα Σαμίου χρησιμοποιεί ρεύμα, καλώδια, μικρόφωνα, κονσόλες και ηχεία. Και ευτυχώς, γιατί έτσι μας δίνει την ευκαιρία να την ακούσουμε δισκογραφικά ή ζωντανά.
Ο άρχων πρωτοψάλτης της εκκλησίας της Κύπρου Θεόδουλος Καλλίνικος, υπεύθυνος για τη σωτηρία πολλών Κυπριακών τραγουδιών που συνέλεξε και κατέγραψε στο βιβλίο του, υπέρμαχος της πιστότητας και της αυθεντικότητας, ηχογράφησε πριν από δεκαετίες δύο δίσκους. Είχαμε τη χαρά με τον Μιλτιάδη να τον γνωρίσουμε σε ηλικία κοντά εκατό χρονών. Τον ρωτήσαμε λοιπόν, γιατί χρησιμοποίησε κλαρίνο και σαντούρι σε Κυπριακά τραγούδια, αφού αυτά τα όργανα δεν χρησιμοποιούνται στην Κυπριακή μουσική. Μας είπε «ο βιολιστής απ' το άγχος του δεν μπορούσε να παίξει στην ηχογράφηση. Τον έδιωξα λοιπόν, βρήκα ένα κλαρίνο απ' την μπάντα του στρατού, του έγραψα τις νότες και τα 'παιξε μια χαρά». «Και το σαντούρι;» Χαμογέλασε πονηρά και είπε: «Ε, το σαντούρι το έβαλα γιατί μου άρεσε». Καλή λοιπόν η πιστότητα στο παλαιό, αναγκαία όμως και η προσαρμογή με βάση τις ανάγκες αλλά και τις επιθυμίες μας.
Όσον αφορά τα φυσικά και τα ηλεκτρικά όργανα, τα βλέπω όλα σαν εργαλεία τέχνης, όταν παίζονται με τέχνη. Το ίδιο ξένα μπορούν να ηχήσουν όταν ο μουσικός είναι εκτός συντονισμού με το υλικό. Οι ίδιοι λόγοι θα έσπρωχναν κάποιον να φέρει στο κεφάλι κάποιου άλλου μια κιθάρα, είτε ηλεκτρική είτε ακουστική θα ήταν αυτή. Και στο κάτω-κάτω, τι σημαίνει φυσικός ήχος; Ο άλλος είν' αφύσικος; Και η πορδή φυσικός ήχος είναι. Να την αγιοποιήσουμε;

 

Όπως αναφέραμε, είστε πολυπράγμων καλλιτέχνης. Εντούτοις, ετοιμάζετε καινούργια δικά σας τραγούδια αυτή την περίοδο;

Από τις «Περιπέτειες ενός προσκυνητή», εδώ και τρία χρόνια, δεν έχω μαζέψει αξιόλογο υλικό. Το πιθανότερο είναι ένας δίσκος με δικά μου τραγούδια να αργήσει. Αλλά ούτε και δίσκο με τραγούδια άλλου έχω στα σκαριά.

 

Αν σας ζητούσα να μου απομονώσετε την πιο σημαντική στιγμή από τότε που ξεκινήσατε την περιπλάνηση σας στο μουσικό τοπίο, ποια θα ήταν αυτή;

Εδώ και δεκατρία σχεδόν χρόνια, ζω σε έναν στρόβιλο εμπειριών, γνωριμιών και γεγονότων, που δεν μου επιτρέπει να κοιτάξω απ' έξω την πορεία και να τη χαρτογραφήσω. Κάθε στιγμή που ζω, απαιτεί να είναι η σημαντικότερη. Σαρώνει το παρελθόν (και την πιθανότητα του μέλλοντος) με τρόπο συχνά βίαιο, παρασύροντας μαζί της ανθρώπους, αισθήσεις, ιδέες και σημεία όπου θα άξιζε κανείς να σταθεί και να ζήσει περισσότερο. Αυτή είναι και η μεγάλη ενοχή μου, το μεγάλο μου αμάρτημα.


Πίσω