2008 Χρόνος - Εικόνες

Ο χρόνος της δημιουργίας. Πώς περνούν τα δευτερόλεπτα όταν γράφεις μουσική; Πόσος χρόνος περνάει για να ολοκληρωθεί ένα τραγούδι και πώς μεταβάλλεται η έννοια του χρόνου, μέσα απ' αυτή τη διαδικασία;

Το κάθε τραγούδι έχει δικό του χρόνο. Τόσο στη δημιουργία όσο και στην ακρόασή του. Κάποια τραγούδια απαιτούν ελάχιστο χρόνο "κατασκευής", εμφανίζονται λες απ' το πουθενά και σε 10 λεπτά βρίσκονται ξαπλωμένα σε ένα χαρτί μπροστά σου, σαν να υπήρχαν από πριν. Άλλα, απαιτούν το χρόνο σου μέσα από ατέλειωτες νύχτες, σαν ερωτικές σχέσεις που όλο λες "δεν προχωράει, πρέπει να τα παρατήσω" κι όλο κάτι σε τραβάει μέσα.

Στην ακρόαση των τραγουδιών, υπάρχουν αυτά που σε κρατάνε στο χώρο και το χρόνο όπου ούτως ή άλλως βρίσκεσαι, χωράνε στην πραγματικότητά σου, την περιγράφουν, τη διορθώνουν, την εμπλουτίζουν χωρίς να απαιτούν να βγεις από αυτήν. Υπάρχουν και τα άλλα, που απαιτούν να μπεις εσύ στο χρόνο, στο χώρο, στον κόσμο τους. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ακροατής είναι κερδισμένος. Το ίδιο κι ο δημιουργός: κάθε καλλιτεχνικό έργο, συμπυκνώνει το χρόνο και ταυτόχρονα τον διαστέλλει. Κλέβει κάτι από το θάνατο.

 

Ο χρόνος της λάμψης. Το σύγχρονο μάρκετινγκ θεωρεί το ρολόι μαζί με το αυτοκίνητο ως το πιο ισχυρό status symbol για τον άνδρα, στο πλαίσιο της αντίληψης που θέλει τα αντικείμενα να «μιλούν» για τους ανθρώπους. Εσύ φοράς ρολόι; Αν (όχι) ή ναι γιατί; Θα αγόραζες ποτέ ένα μοντέλο που κάνει π.χ. 10 χιλ. ευρώ; Γιατί ναι, γιατί όχι;

Αγαπώ τα παλιά ρολόγια. Ο παππούς μου ο Φίλιππος σκοτώθηκε στον πόλεμο του 40 στη Δράμα. Δε σώζεται φωτογραφία του, παρ' όλο που ήταν φωτογράφος. Το μόνο δικό του πράγμα που έχω είναι το ρολόι του. Ένα τσέπης Zenith, πιθανότατα φτιαγμένο στην Κωνσταντινούπολη (είχε ανοίξει εκεί παράρτημα η ελβετική εταιρία), που το έφερε μαζί του όταν ήρθε πρόσφυγας το '22. Φοράω πάντα ρολόι. Κοιτάζω τα απλά, παλιά ρολόγια στα παλαιοπωλεία. Σκέφτομαι το χρόνο που μέτρησαν σ' ένα χέρι που δεν είναι πια εδώ. Μια παγωμένη μέρα στο Ελσίνκι, γυρνώντας μόνος στους πάγους, βρήκα σ' ένα υπόγειο ένα χειρός που μοιάζει με αυτό του παππού. Δε δουλεύει πολύ καλά αλλά το εμπιστεύομαι. Το βράδυ, κοιτώ τις τελίτσες που φωσφορίζουν στο σκοτάδι, μετά το ακουμπώ στο κομοδίνο για να ξαναρχίσει ο χρόνος το πρωί, όταν το ξαναφορέσω. Μου αρέσουν τα στρογγυλά ρολόγια (δεν ξέρω τι είναι ο χρόνος, πάντως σίγουρα δεν είναι τετράγωνος). Χαζεύω μπροστά στις βιτρίνες ή στα αφορολόγητα των αεροδρομίων, χωρίς ποτέ να ασχολούμαι με τις τιμές ή να ρωτώ τους πωλητές. Ποτέ δεν θα αγόραζα ένα ακριβό ρολόι. Θα έδινα αυτά τα χρήματα για κάτι που χρειάζομαι. Όχι για κάτι που αγαπώ.

 

Ο ξανακερδισμένος χρόνος. Πότε ένας άνθρωπος κερδίζει τον χαμένο χρόνο; Πότε θεωρείς το χρόνο που αφιερώνεις κάπου χαμένο; Όταν λ.χ. είσαι κάπου που βαριέσαι (σχέση, μέρος); Πότε νιώθεις ότι κερδίζεις το χρόνο που αφιέρωσες, ότι δεν πήγε χαμένος; Όταν λ.χ. μαθαίνεις κάτι καλά, όταν ολοκληρώνεις ένα άλμπουμ;

Έχω χρόνια να βαρεθώ. Το να κάθομαι κάπου και ν' αναρωτιέμαι ποιον να πάρω τηλέφωνο, πού να πάω, ποιο κανάλι ν' ανοίξω στην τηλεόραση για να περάσει η ώρα, μού είναι ξένο. Τεμπελιάζω συχνά, μένω φαινομενικά άπραγος, σπαταλώ χρόνο στα επουσιώδη. Σπάνια αισθάνομαι άσχημα γι' αυτό. Η τεμπελιά είναι συχνά δημιουργικότερη της εργατικότητας. Οφείλουμε να την επιτρέπουμε στον εαυτό μας και στους άλλους. Χαμένος είναι ο χρόνος που τσιγκουνευόμαστε, που δεν χαρίζουμε σε ό,τι αγαπάμε ή σε ό,τι έχουμε ή μας έχει ανάγκη, σε ότι περιμένουμε ν' ανθίσει, κι ας μην ανθίσει. Χαμένος ίσως και ο χρόνος που δίνουμε σε άδειες συνήθειες – άγκυρες που μας κρατούν μακρυά απ' το ταξίδι, δεμένους σ' αυτό που μάθαμε ν' αναγνωρίζουμε σαν εαυτό. Ο καθένας έχει τα δικά του «χασίματα», το δικό του τροπο ν' απομακρύνεται απ' την ύπαρξη και το χρόνο του. Άλλος τα video-games, άλλος την ανάγνωση αθλητικών εφημερίδων, άλλος τα κόμματα, άλλος τη χωρίς ενδιαφέρον, διεκπεραιωτική ενασχόληση με μια δουλειά. Ο χρόνος που βρισκόμαστε έξω απ' το κέντρο μας είναι μια πρόβα θανάτου, μια μορφή αυτοκτονίας. Μια αυτοκατάργηση, μια προσωρινή αυτοκαταστροφή. Κι αυτός ο χρόνος δεν κερδίζεται. Ούτε και ο άλλος όμως, ο ζωντανός, ο δημιουργικός. Απέναντί του είμαστε χαμένοι από χέρι. Δεν μπορείς παρά να συμμαχίσεις μαζί του, να του συμπεριφερθείς με αγάπη, σεβασμό και ταπεινότητα, να κρατήσεις τα δώρα και τις πληγές του. Να του επιτρέψεις να γεράσει. Ο χρόνος γερνά. Συμπαρασύρει τις ζωές και τις υπάρξεις μας, αλλά, αφού τίποτα δεν γίνεται χωρίς κόστος, σίγουρα πληρώνει κι αυτός το δικό του. Γερνώντας, μας χαρίζει την κίνηση, το φως, τη ζωή. Αν τού αναγνωρίσεις την αυτοθυσία του, ίσως σου επιτρέψει να τον μεγαλώσεις. Να χωρέσεις μέσα στο χρόνο τη ζωή σου.

 

Έχεις κάποια εξήγηση στο γιατί οι Έλληνες είναι πάντα της τελευταίας στιγμής; Εσύ είσαι;

Ο μέσος Έλληνας θέλει να εξουσιάζει και να ελέγχει ο ίδιος το μικρόκοσμό του. Δε συντονίζεται, δηλαδή δε συγχρονίζεται με τους άλλους, ούτε καν με τις δικές του ανάγκες. Όχι από κανένα πάθος για την ελευθερία, ούτε γιατί είναι εκ φύσεως αναρχικός ή αντιεξουσιαστής. Το αντίθετο. Από την ανάγκη του ο ίδιος, κτητικά και δικτατορικά, να εξουσιάζει το χρόνο σαν υποτελή και κατά συνέπεια τους συνανθρώπους του. Πάσχουμε από έλλειψη σεβασμού στο συνάνθρωπο και στο σύνολο που μας εμπεριέχει. Οι άλλες εξηγήσεις, που χαριτωμένα παρουσιάζουν τον Έλληνα σαν ένα χαλαρό τύπο που δεν υποκύπτει στην πίεση και στο ρυθμό της σύγχρονης εποχής, έχουν ίσως μια δόση αλήθειας, αλλά δεν είναι η απάντηση στο ερώτημά σας.

Είμαι κι εγώ της τελευταίας στιγμής. Προσπαθώ οι συνέπειες της έμφυτης ανοργανωσιάς και της αναβλητικότητάς μου να επιβαρύνουν όσο πιο λίγο γίνεται τους γύρω μου, ή, αν είναι δυνατόν, μόνο εμένα. Ένα απ' τα τελευταία τραγούδια που έγραψα λέει «... όταν δε θα μπορώ να γράψω ούτε τ' όνομά μου, τα τραγούδια που άφησα γι' αργότερα θα με κοιτούν να φεύγω, και θα γκρινιάζουν σαν γέροι που δεν έζησαν...»


Back