2010 Οκτώβριος - Ελευθεροτυπία (έντυπη έκδοση Επτά)

«Στη Ρωσία ένιωσα καινούριος»

Διατηρώντας τις θερμότερες αναμνήσεις από την εποχή των παγετώνων, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης διαλέγει επιτυχίες του για τα τρία CDs που θα προσφέρει η «Κ.Ε.» και μιλά για τις παλιές αγάπες και τα νέα του έργα.

Του ΦΩΤΗ ΑΠΕΡΓΗ

Από τη μια τα «Ζήνωνος» και «Στην αγορά του Αλ Χαλίλι» του Νίκου Ζούδιαρη. Κι από την άλλη το «Κάγκελα παντού» του Τζίμη Πανούση ή το «Come together» των Λένον και ΜακΚάρτνεϊ. Πόσο διαφορετικά τραγούδια συναντώνται σ' αυτά τα τρία cd του Αλκίνοου Ιωαννίδη, που προσφέρει η «Κ.Ε.» από την ερχόμενη εβδομάδα!

Και πόσο διαφορετικά τραγουδισμένα: άλλα απλά και εξομολογητικά κι άλλα ηλεκτρικά κι ορμητικά, σε συναυλίες, συνεπαίρνοντας το κοινό που, όσο κι αν ο κύπριος τροβαδούρος επιμένει ν' αποφεύγει τις πολλές κουβέντες και φωτογραφίσεις, του είναι πάντοτε πιστό και μεγαλώνει. Αναγνωρίζει προφανώς όχι μόνο το ταλέντο του Ιωαννίδη, αλλά και ότι δεν παύει να το καλλιεργεί και να το δοκιμάζει.

Αυτό έκανε τα τελευταία χρόνια, σπουδάζοντας σύνθεση και ενορχήστρωση στην Αγία Πετρούπολη και ολοκληρώνοντας δυο δικές του σουίτες που παρουσίασε ήδη με επιτυχία στη Ρωσία και τη Γερμανία. Στις 16 Οκτωβρίου, τα δύο έργα, «Αθύρ» και «Ο χρόνος του απρόσμενου καιρού», θα παρουσιαστούν στο Μέγαρο Μουσικής με τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου, τη χορωδία Lege Artis της Αγίας Πετρούπολης και με σολίστ τους Γιώργο Καλούδη (κρητική λύρα, κρουστά), Λίνο Ιωαννίδη (απαγγελία) και τον ίδιο τον συνθέτη (τραγούδι, λαούτο, κιθάρα, κοντραμπάσο, φλάουτο, κρουστά).

Θα ακολουθήσουν κι άλλες συναυλίες στη Λεμεσό και τη Λευκωσία, εντάσσονται άλλωστε στις εκδηλώσεις για τα 50χρονα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πριν απ' ολ' αυτά, όμως, ας γυρίσουμε λίγα χρόνια πίσω, ζητώντας από τον τροβαδούρο να γίνει για το «7» αφηγητής:

*Τη μέρα που έφτασα πρώτη φορά για μουσικές σπουδές στην Αγία Πετρούπολη, το 2005, σκεπτόμουν ότι... επιτέλους, αξιώθηκα να πάω στη χώρα του Ντοστογιέφσκι, του Τσαϊκόφσκι, του Σοστακόβιτς, της Αχμάτοβα και του Ταρκόφσκι. Και μάλιστα σε μια σημαντική για μένα ηλικία, σε μια εποχή που είχα μεγάλη ανάγκη να απαντηθούν κάποια ερωτήματά μου και να τεθούν καινούρια. Με παρέλαβε στο αεροδρόμιο ένας εκ των δέκα Κυπρίων που ζούσαν μόνιμα στην πόλη, ο Ανδρέας Καμέρης, συνθέτης, παλαιότερος μαθητής του δασκάλου μου, με τον οποίο γίναμε φίλοι αμέσως. Ενιωσα να μου επιτρέπεται μια διόρθωση στο απαραβίαστο παρελθόν, να μου δίνεται το δικαίωμα να γυρίσω πίσω, ώστε να κάνω κάτι που ήθελα και δεν έκανα στην ώρα του. Η πόρτα του αυτοκινήτου δεν άνοιγε, είχε κολλήσει απ' τον πάγο. Ο Ανδρέας σύρθηκε απ' το πορτμπαγκάζ μέσα και την κλότσησε προς τα έξω. «Καλώς ήρθες στην εποχή των παγετώνων», μου είπε.

*Καθώς περνούσε ο καιρός μακριά από τη δημόσια εικόνα που μ' ακολουθεί στην Ελλάδα, ένιωθα... καινούριος. Στην πλατεία έξω απ' το Ερμιτάζ, όταν έλιωσαν οι πάγοι, μαζεύονταν οι πιτσιρικάδες με τα πατίνια τους και κάνανε τα ακροβατικά τους. Πήγαινα κι εγώ, στο διάλειμμα απ' τα μαθήματα ή το γράψιμο κι έτρωγα τις τούμπες μου στις παλιές πλάκες. Μια μέρα, ένα γκρουπ από έλληνες τουρίστες ήρθε στο μουσείο. Κάποια κυρία είπε, «Ρε παιδιά, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης!» Ολοι γέλασαν μαζί της. Κάποιος της απάντησε: «Εχεις τρελαθεί τελείως; Είναι δυνατόν ο Αλκίνοος Ιωαννίδης να κάνει πατίνια έξω απ' το Ερμιτάζ;»

Ανθρωποι με πάθος

*Αυτό που χάρηκα περισσότερο ζώντας έστω λίγο και σπουδάζοντας εκεί... ήταν η καθημερινή σχέση με τον ρωσικό λαό, την κουλτούρα του και την καθημερινότητά του. Και η φιλία με συμφοιτητές, Ρώσους και μη, που μεγαλώνει με τα χρόνια. Με τον μαέστρο Γιώργο Κουντούρη, που θα διευθύνει τις συναυλίες, ήμασταν συμφοιτητές και συνοδοιπορούμε ακόμα.

*Και κάτι που με στενοχώρησε... ήταν η έντονη παρουσία νεοναζιστικών ομάδων και οι συχνά θανατηφόρες επιθέσεις εναντίον ξένων φοιτητών και εργατών.

*Αν κάτι με δίδαξε ο Μπορίς Τίσιενκο, που δεν σχετίζεται απαραίτητα με τη μουσική, είναι... πως χωρίς αφοσίωση και πάθος δεν γίνεται τίποτα. Θυμάμαι, έφευγε για να τον τιμήσουν στην Αγγλία ή στην Κίνα, όταν δεν μπορούσε να το αρνηθεί, ή για να μιλήσει για τον δάσκαλο και φίλο του, τον Σοστακόβιτς, και επέστρεφε αμέσως, σε δύο-τρεις μέρες, άυπνος, κατευθείαν στο Κονσερβατόριο για να μη χάσει μάθημα. Τον ξαναείδα πριν από λίγες μέρες, έπειτα από καιρό. Πήγα στο μάθημά του: Γέρος, εξαντλημένος από σοβαρή ασθένεια, πολύ αδυνατισμένος, εν μέσω επίπονων θεραπειών, ήταν εκεί! Και μιλούσε με πάθος για τη μουσική. Ανέλυσε έργα, συζήτησε, άκουσε υπομονετικά τη δουλειά των μαθητών του, έκανε με ευγένεια και σαφήνεια όπως πάντα τις παρατηρήσεις του και κράτησε για άλλη μια μέρα τη φλόγα της τέχνης του αναμένη.

*Συνθέτοντας τη σουίτα «Αθύρ», προσπάθησα... αρχικά να μείνω μακριά από την τουριστική εικόνα που έχουμε οι νεοέλληνες για την αρχαιότητα. Οταν αυτή η προσπάθεια έγινε αυτοσκοπός και άρχισε να με περιορίζει, κατάλαβα πως δεν μπορώ, ούτε πρέπει να γράφω σαν να ήμουν άλλος. Σαν να μην είμαι Νεοέλληνας, σαν να μην έχω δεχτεί μια ζωή, απ' τις σχολικές εορτές μέχρι τους θούρειους ανέμπνευστων πολιτικών, την άθλια παραμόρφωση ενός πολιτισμού που επιμένουμε, στην κατάντια μας, να ονομάζουμε «δικό μας». Στην αρχική της μορφή, η μουσική μου ζητήθηκε από τη Σοφία Σπυράτου, για το χοροθέατρο «Ροές». Στον πρώτο άνθρωπο που με εμπιστεύτηκε για κάτι τέτοιο, έπρεπε να είμαι αληθινός. Ενσωμάτωσα λοιπόν στο μουσικό κείμενο, αυτό που, έτσι όπως έχω διαμορφωθεί, αντιλαμβάνομαι για τους αιώνες, τις πέτρες και τις ασταμάτητες αφίξεις και αναχωρήσεις των ανθρώπων. Ενέταξα ακόμη και το κιτς, ελπίζω δημιουργικά.

*Συνέθεσα το «Ο χρόνος του απρόσμενου καιρού» τέσσερα χρόνια μετά. Αλλ' αυτό δεν είναι το μόνο που διαφοροποιεί τα δυο έργα... αφού το πρώτο στηρίζεται σε αρχαία ταφικά επιγράμματα, ενώ το δεύτερο αποτελεί μουσική που έγραψα μέσα, πίσω ή δίπλα από τα ποιήματα του αδερφού μου Λίνου Ιωαννίδη. Μουσικά ανήκουν σε άλλες εποχές, έχουν τους δικούς τους ξέχωρους κόσμους, τις δικές τους ελευθερίες και περιορισμούς. Το πρώτο αναφέρεται στο παρελθόν, ενώ το δεύτερο σ' έναν παρελθόντα, επαναληπτικό χρόνο-φάντασμα που βιώνεται στο παρόν.

*Τα αρχαία ταφικά επιγράμματα δεν είναι τόσο μακρινά από την ποίηση της εποχής μας..., είναι όμως πολύ μακρινά από τα σημερινά ταφικά επιγράμματα. Διότι, η λειτουργία της ποίησης ήταν κάποτε καθημερινότητα, τρόπος ζωής και θανάτου. Σήμερα, στη δυσκολότατη ώρα της απώλειας ενός αγαπημένου, μέσα στον πόνο μας, τις πιο πολλές φορές γινόμαστε είτε στομφώδεις, είτε απλοϊκοί, εκφράζοντας έτσι με ειλικρίνεια το αισθητικό μας περιβάλλον και περιεχόμενο. Γιατί γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε αντιποιητικά.

*Γράφοντας και ενορχηστρώνοντας, έκανα συχνά διαλείμματα για τις προσωπικές μου συναυλίες. Τότε... βεβαιωνόμουν πως ποτέ δεν σνόμπαρα μέσα μου το τραγούδι. Ενα έργο για συμφωνική ορχήστρα και χορωδία, διάρκειας 45 λεπτών, δεν μου πήρε ποτέ περισσότερο χρόνο ή ενέργεια για να γραφτεί απ' ότι ένας δίσκος με τραγούδια, ούτε και το θεωρώ μεγαλύτερο «επίτευγμα». Το τραγούδι εξάλλου είναι η πηγή. Αποτελεί βασική ψυχική ανάγκη απ' την προϊστορία. Τραγουδώντας, εδώ και χιλιετίες, νανούρισε ο άνθρωπος τα παιδιά του, είπε τους μύθους του, ερωτεύτηκε, πολέμησε, προσευχήθηκε, και με τραγούδι τον αποχαιρέτησαν στο φευγιό του. Εντάσσω έναν κύκλο πέντε τραγουδιών στο πρόγραμμα αυτό. Οχι για «εμπορικούς λόγους», αλλά για το ενιαίο της ύπαρξής μου.

«Δε με θέλω τουρίστα»

*Καθώς ολοκλήρωνα ή πρωτοπαρουσίαζα αυτές τις μουσικές, η Ελλάδα προσπαθούσε να επιβιώσει ανάμεσα σε μνημόνια και εξεταστικές επιτροπές. Κάθε φορά που επέστρεφα στην Αθήνα από ακόμα μια πρόβα στην Αγία Πετρούπολη ή μια συναυλία στο Βερολίνο, σκεπτόμουν ότι... ενώ λίγο καιρό παλαιότερα έλεγα να φύγω οικογενειακώς απ' την Ελλάδα, με όλη την ευγνωμοσύνη που της έχω, τώρα το έχω ήδη ξεχάσει. Εδώ είμαι, εδώ ζω, εδώ αγαπώ, εδώ πονώ. Δεν με θέλω τουρίστα, σε διαδήλωση την Πρωτομαγιά στη Γερμανία ή τη Γαλλία... Θα κάτσω εδώ, να δεχτώ το δώρο της ταπείνωσης. Οχι αυτής που προκύπτει απ' τα χρέη μας προς τραπεζίτες και οργανισμούς, ποσώς μ' ενδιαφέρουν αυτά. Αλλά της ταπείνωσης του ανθρώπου που, ενώ μικρός ήθελε ν' αλλάξει τον κόσμο, στη δύσκολη στιγμή δεν μπορεί ούτε τη γειτονιά του να κάνει καλύτερη. Οχι πως ήταν εύκολα ή δίκαια τα πράγματα πιο παλιά, όμως τώρα θα φανούν πολλά: Τι είμαστε διατεθειμένοι να μοιραστούμε, ποιες πολυτέλειές μας θα μας βαραίνουν όταν ο φίλος δεν θα έχει να ταΐσει τα παιδιά του, ποιες λύσεις θα γυρέψουμε, ποιον κόσμο θα ονειρευτούμε, με τι θα ανταλλάξουμε όσα και όσους μας έφεραν εδώ, με ποια ευγένεια θα πολεμήσουμε, πόσο θα αγαπηθούμε. Εδώ λοιπόν, να με δω στην πράξη. Γιατί στα λόγια υπήρξα αρκετά καλός... *

 

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=208504


Back