2011 Ιανουάριος - Εφημερίδα Δημοκρατία

Συνέντευξη στον Αλέξανδρο Μόρντουντακ

 

Πες μου για τη Ρωσία. Τι έκανες εκεί και γιατί το χρειαζόσουν;

Πήγα πρώτη φορά το 2005. Είχα γίνει δεκτός στο κονσερβατόριο της Αγίας Πετρούπολης, στο τμήμα της σύνθεσης, με καθηγητή τον Μπορίς Τίσιενκο, του οποίου το έργο γνώριζα και θαύμαζα, οπότε γράφτηκα και έμεινα μερικούς μήνες. Έπρεπε να πάω, αλλιώς θα γινόμουν μελισσοκόμος ή μίζερος. Είχα μαζέψει απορίες-κουβάρια και καθημερινότητα αμείλικτη, δε γινόταν αλλιώς. Γύρισα για καλοκαίρι κι έκανα καιρό να ξαναπάω, γιατί γεννήθηκε το πρώτο μου παιδί κι ο δάσκαλός μου μ' έβριζε, πως γκαστρώνω τις γυναίκες κι αφήνω τις σπουδές μου. Μελέτησα σπίτι, ξαναπήγα, ξανάρθα, έκανα κι άλλο παιδί, πήγα μερικές φορές ακόμη. Τελευταία φορά είδα τον δάσκαλό μου πριν από 4 μήνες. Ήταν πολύ άρωστος. Κοιμήθηκε τον Δεκέμβριο. Πρόλαβα να «ετοιμάσω» τρίτο παιδί και να του αφιερώσω μια συναυλία μου με τη συμφωνική της Αγίας Πετρούπολης, στην αίθουσα του κονσερβατορίου. Και πρόλαβα επίσης, να μάθω απ' αυτόν το πάθος και την αφοσίωση που πρέπει να έχει ένας καλλιτέχνης σε ό,τι αγαπά.

 

Σε ξάφνιασε καθόλου η μελοποίηση των στίχων του Γκάτσου; Έκανες κάτι διαφορετικό από ό,τι περίμενες να κάνεις και το οποίο να σου επέβαλε ο λόγος του ή εξελίχτηκε όπως περίμενες;

Ποτέ δεν περιμένω κάτι όταν γράφω. Ούτε ξαφνιάζομαι. Όσο όμως προσπαθούσα να μελοποιήσω τους στίχους του φιλώντας του ταυτόχρονα το χέρι, δεν έβγαινε τίποτα. Όταν τον ένιωσα σαν φίλο που χαρίζεται κι ας μην το αξίζεις, ήρθαν όλα μόνα τους.

 

Πώς προέκυψε η συγκεκριμένη δουλειά;

Με κάλεσε η Μαρία Φαραντούρη να τραγουδήσω μαζί της στο αφιέρωμα. Μετά μου πρότεινε να μελοποιήσω κάτι, αν ήθελα.

 

Θα επεκταθεί στη μελοποίηση και άλλων στίχων του Γκάτσου;

Όχι, δε νομίζω, αυτά έγιναν για τις ανάγκες του αφιερώματος. Είμαι άνθρωπος που εξυπηρετεί τις ανάγκες που παρουσιάζει η ζωή, από μόνος μου είμαι ανοργάνωτος (γι' αυτό ανέφερα τη μελισσοκομία προηγουμένως ως εναλλακτική επαγγελματική δραστηριότητα, οι μέλισσες είναι οργανωμένες από μόνες τους, γι' αυτό είναι ίσως το μόνο άλλο επάγγελμα που θα μπορούσα να κάνω επιτυχώς). Δεν έχω οργανώσει ένα project που λένε, ένα έργο πάνω στους στίχους του Γκάτσου.

 

Σχολίασέ μου το Σκουπιδαριό και τη Χατζιδακιάδα.

Το Σκουπιδαριό αρχίζει σαν ερωτικό τραγούδι λέγοντας «Της εκκλησιάς τα σήμαντρα θα βγω και θα χτυπήσω / ν' ανοίξει ο δρόμος σήμερα και να σε φέρει πίσω». Και συνεχίζει με αίμα: «Έλα της θάλασσας θεριό και του πελάγου μπόρα / το τρομερό σκουπιδαριό να διώξεις απ' τη χώρα». Ήθελε λίγο προσοχή να μη βγει ψευτο-επαναστατικό και λαϊκίστικο από μουσικής άποψης. Η Χατζιδακιάς είναι ένα υπερβολικά σύντομο και σατυρικό βιογραφικό που έφτιαξε ο Γκάτσος για το Χατζιδάκι, μια μέρα που καθόντουσαν σ' ένα καφενείο. Η μελοποίηση έχει πλάκα, δεν είναι καθόλου σοβαροφανής. Αυτοί οι άνθρωποι, ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις, δεν ήσαν ποτέ σοβαροφανείς. Έμοιαζαν έτσι πού και πού, όποτε χρειαζόταν να προστατεύσουν την εργασία, την ελευθερία και τη ζωή τους από τους κάφρους. Ακόμα και τότε όμως, με πολύ χιούμορ, αν έχεις την ικανότητα να το διακρίνεις. Κατά τα άλλα, ζούσαν και δημιουργούσαν μέσα σε απόλυτη ελευθερία, ήταν αναρχικοί όπως κάθε σοβαρός άνθρωπος.

 

Όπως ανέφερες, η φωνή της Μαρίας Φαραντούρη είναι συνδεδεμένη με πολιτικές και πολιτιστικές διεκδικήσεις. Καθώς δική της ήταν η ιδέα και οι προσκλήσεις των συμμετεχόντων στις συναυλίες, θέλω να σε ρωτήσω κατά πόσο αγωνιστική νομίζεις ότι μπορεί να είναι η μνήμη του Γκάτσου και η ακρόαση των τραγουδιών του.

Ένα σπουδαίο τραγούδι του, που τελειώνει λέγοντας «Αυτός ο κόσμος δεν θ' αλλάξει ποτέ», είναι χίλιες φορές πιο επαναστατικό - ακριβώς γιατί είναι σπουδαίο - από ένα άλλο μέτριο, που μπορεί να λέει (χωρίς κόστος) «Εμείς θ' αλλάξουμε τον κόσμο».

 

Έχεις τραγουδήσει πολλές φορές σε προσωπικές ή άλλες εμφανίσεις σου τραγούδια του Γκάτσου. Τι διαφορετικό προσφέρει η παρουσία σου σε αυτή τη συναυλία, τόσο σε εσένα, καθώς προσπαθείς να πλησιάσεις προηγηθέντες δημιουργούς, όσο και στον Γκάτσο, ως επετειακή εκδήλωση μνήμης σε ένα πλήθος καθημερινών – γιατί τα τραγούδια του ακούγονται σε πολλά προγράμματα.

Δε νομίζω πως η παρουσία μου στην εκδήλωση προσφέρει ο,τιδήποτε στον Γκάτσο. Μπορώ μόνο να προσφέρω τον εαυτό μου, που κάνει ό,τι μπορεί για να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, ενώ ταυτόχρονα ξέρει πως αυτό είναι αδύνατον. Σίγουρα (και ευτυχώς) το έργο του δεν έχει την ανάγκη μου. Σ' εμένα προσφέρει πολλά. Μου έχει ήδη προσφέρει πολλά, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας. Ανοίγω το βιβλίο με τα τραγούδια του, όχι όπως έκανα τόσα χρόνια, μα για άλλους λόγους αυτή τη φορά, όχι γιατί είναι νύχτα και θέλω να πλυθώ από τις σκέψεις, τις πράξεις και τις συμπεριφορές της μέρας, όχι γιατί νιώθω φτωχός, όχι για να ζητιανέψω ή να προσευχηθώ, αλλά για «δουλειά», για το αφιέρωμα, να κοιτάξω αν θυμάμαι καλά έναν στίχο, να δω πότε γράφτηκε ένα τραγούδι. Το ανοίγω διαδικαστικά, να ψάξω κάτι που χρειάζομαι, μια πληροφορία ζητώ, και πάλι, ευωδιάζει ο τόπος!

 

Η Μαρία Φαραντούρη σε παρουσίασε ως «δημιουργό της νεότερης γενιάς». Σε ποια γενιά εντάσσεις τον εαυτό σου και σε ποια το κοινό σου;

Ανήκω στη γενιά του πολέμου. Είναι αδύνατον για έναν κύπριο του οποίου οι πρώτες αναμνήσεις είναι καρφωμένες πεισματικά στον Ιούλη του '74, και οι λόγοι και οι συνέπειες ενός τέτοιου γενονότος καθορίζουν ακόμη την κάθε του μέρα, να εντάξει τον εαυτό του σε μια γενιά όπως την εννοεί η υπόλοιπη ελληνική πραγματικότητα. Για το κοινό δεν ξέρω. Βλέπω τον κάθε ακροατή απ' τη σκηνή σαν κόσμο ολόκληρο.

 

Αισθάνεσαι διαφορετικά μπαίνοντας για συναυλίες τώρα στο Μέγαρο όντας πλέον και μέλος του διοικητικού του συμβουλίου;

Ευτυχώς όχι. Αγαπώ το χώρο αυτό, με όλα τα προβλήματά του, από πολύ νέος. Έζησα εκεί μερικές από τις ωραιότερες στιγμές της καλλιτεχνικής μου ζωής και έχω να θυμάμαι άπειρα περιστατικά ομορφιάς. Εκτός από τις συναυλίες που έλαβα μέρος, ή αυτές που παρακολούθησα, θυμάμαι να μπαίνω κρυφά στις 3 το πρωί, για ν' ακούσω τη Ζαφειρία να μελετά Μπαχ στο εκλησιαστικό όργανο, στο σκοτάδι, ως το πρωί, που θα πήγαινε να δουλέψει πωλήτρια. Γνώρισα από κοντά τη θυσία, τον σιωπηλό κόπο, την αγωνία γνωστών και άγνωστων μουσικών, τους είδα να φτύνουν αίμα για μια λεπτομέρεια, κι ας ήξεραν πως κανείς ποτέ δεν θα την προσέξει, κι ας έβλεπαν του ατάλαντους να κυκλοφορούν με λιμουζίνες. Είδα την υπομονή του χορδιστή των πιάνων, την αφοσίωση των τεχνικών, την πίστη των υπολοίπων υπαλλήλων. Αγαπώ τις μουσικές που ακούγονται στις αίθουσες, την ησυχία των διαδρόμων του, έχω κοιμηθεί στα καμαρίνια του. Είναι κάπως ψυχρό, με το τετράγωνο και ογκώδες του κτηρίου, με τα μάρμαρα και τους πολυελαίους του, αλλά μόλις ξεπεράσεις την αρχική εικόνα, μόλις γνωρίσεις το έμψυχο δυναμικό, τους εργαζόμενους (αυτούς δηλαδή που παράγουν έργο) και το πάθος τους γι' αυτή την ιστορία, μόλις συγκεντρωθείς στον ήχο, στις νότες, όλα αλλάζουν. Για μένα ο χώρος αυτός δεν υπήρξε ποτέ σύμβολο της άρχουσας τάξης ή της εξουσίας. Είναι ένα απόκτημα του κάθε πολίτη, χτισμένο με τα χρήματα και τους κόπους του και αφιερωμένο στη μουσική. Και στη μουσική δεν χωράει εξουσία.


Back