About Stelios Kazantzidis (Text In Greek Only)

Το πιο κάτω κείμενο, δημοσιεύτηκε στο ειδικό τεύχος-αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη του περιοδικού Οδός Πανός, το 2005.



ΥΠΑΡΧΩ;


Ο Στέλιος Καζαντζίδης πετούσε πάνω απ' την πόλη. Υπερήρωας λαϊκών οραμάτων, χωρίς χαρά, χωρίς τη λύπη του τέλους, σε νιρβάνα Μικρασιατικής λιακάδας, φυλαγμένης από χρόνια στο δωμάτιο με τις καταστροφές. Ανεπανόρθωτα υποκοριστικός λόγω αδιάγνωστου μεγαλείου, (παρεϊτσα, κιθαρίτσα, μπουζουκάκι, τραγουδάκι, κρασάκι, σπιτάκι, μανούλα, ζωούλα, φιλαράκια, δισκάκια, μαγαζάκια), ο Στελλάρας έζησε χρόνια σαν λεχώνα, γεννώντας την περιγραφή του ακροατή του, τις ζωές που έπρεπε να γίνουν τραγούδι.

 

Έχοντας μόλις χωρίσει από την, Ελληνικής κατασκευής, ενοχή της επιτυχίας, ο Στέλιος Καζαντζίδης εκείνο το πρωί 14 Σεπτεμβρίου, υψώσεως του Σταυρού, πετούσε πάνω απ' την πόλη μόνος. Δεν τραγουδούσε, αυτός ο βραχνάς έπρεπε να τελειώνει, τον είχε κουράσει από καιρό, όπως μας κουράζει το χάρισμα κι ο εαυτός μας, τρυφερά κι ανεπανόρθωτα σαν μοίρα. Δε θυμόταν τίποτα, δεν ήθελε εκείνη τη στιγμή παρά την ησυχία μετά το γλέντι, ούτε κουβέντα, ούτε φίλο, ούτε πελάτη που σφαδάζει από αφοσίωση. Να καθαρίσει λίγο το μάτι, να δει πριν φύγει τι αγάπησε, πού έζησε, ποιους άγγιξε, όλ' αυτά όμως χωρίς αγωνία, έτσι κι' αλλιώς φεύγει.

 

Φεύγει για την ξενιτιά, το σπίτι του ήταν πάντα εκεί, γι' αυτό την έβριζε, από πόθο κι' έρωτα την έφτυνε, από λατρεία για το άγνωστο, το μακριά, το πουθενά, ήταν η μάνα του, γι' αυτό την έτρεμε. Αντίκριζε με τρόμο αγοριού σε πορνείο, το αδιανόητο του Δραμινού αγρότη στο Ντίσελντορφ, προσφυγιά και ξενιτιά κι εξορία, Αμερική κι ορφάνια όλα ένα, έκλαιγε την αγεφύρωτη απόσταση του τίποτα απ' το τίποτα. Κοίταγε να βρει το όλον, να το χωρέσει στη λίγη ζωή των πολλών, στο ελάχιστο.

 

Μεγαλύτερος από τη ζωή του, στριμωγμένος στον εαυτό των άλλων και στον άγνωστο δικό του εαυτό, όσο τον ήξερε κι όσο τον ξέραμε όλοι. Φωτογραφίες σε συνεργείο, σε ουζερί με το μαγαζάτορα Κώστα στην Εύβοια, στη Νέα Αρτάκη ημερολόγιο Σύλλογος Φίλων του Καζαντζίδη κολλημένο στο ψυγείο του χασάπη, πασπαλισμένο με αίματα, παραμονή Πρωτοχρονιάς και κάθε μέρα. Χαραγμένος στο πρόσωπο της εργατιάς που έμελλε να βρει καταφύγιο στα βυζιά της Ρούλας, της εργατιάς που ρούφηξε το δάκρυ προς τα πίσω για να το ξαναχύσει στη "Λάμψη", όταν οι διανοούμενοι σνομπάρανε τον ήλιο, έζησε μεγάλα αισθήματα και μικρά θαύματα. Με το παράσημο του αδικημένου στην τσέπη, ανεξαργύρωτο μα βαρύ, περπάτησε καιρό.

 

Τώρα ο Στέλιος Καζαντζίδης πετάει πάνω απ' την πόλη μόνος. Έχει πεθάνει προ ολίγου και τον κοιτώ να φεύγει μεγάλος, σαν πατέρας και σαν Χτίστης, εγώ που ποτέ δεν τον άκουσα, ποτέ δε διάβασα τον κόσμο του, ποτέ δεν υπήρξα γι' αυτόν.


Αλκίνοος Ιωαννίδης,
Νέα Αρτάκη Ευβοίας, 13/1/2004


Back