About Rebetiko (Text In Greek Only)

Το πιο κάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στον 20ο και τελευταίο τόμο της σειράς "Τα Ρεμπέτικα, ένα ταξίδι στο λαϊκό, αστικό τραγούδι των Ελλήνων", που κυκλοφόρησε με την εφημερίδα "Τα Νέα" το 2010, σε επιμέλεια, έρευνα και κείμενα του Παναγιώτη Κουνάδη.



Ερωτήσεις και ερωτήματα - Επτά παράγραφοι για το ρεμπέτικο


- Πόση αλήθεια αντέχουμε; Κι όταν ξεπερνά την αντοχή ή την ευκολία μας, γιατί τη βαφτίζουμε ταπεινή, ξένη και ανάξια του ύψους μας; Την εξορίζουμε, αποκλείοντας τη ζωή απ’ την ευλογία της. Γιατί βαφτίζουμε το καθαρότερο μέρος μας ακάθαρτο; Πόσο αντέχει κανείς να κοιτάει αλλού, αποστρεφόμενος αυτό που πραγματικά είναι; Με τι ανταλλάσσουμε το ολόκληρο; Και γιατί μ’ έκανε το ρεμπέτικο να διερωτώμαι τέτοιαν ώρα;

- Πάντα είχες την άνεση να μιλάς εύκολα, χωρίς γνώση και κόστος. Θα μας πεις για το ρεμπέτικο τώρα, μάλιστα! Ποτέ δεν σου ήταν τελείως ξένο βέβαια, όλο και κάτι σου μάγευε τ’ αυτιά. Όλο και το ‘νιωθες κοντά σου, σφύριζε τις εμμονές του στις χαμηλότερες και στις ψηλότερες στιγμές σου, στα βαριεστημένα απογεύματα και στις χαοτικές νύχτες, στις προσευχές και στα μεθύσια σου. Γνώριζες, ήθελες-δεν ήθελες, τη φωνή του Νταλγκά, της Ρόζας, της Κυρίας Κούλας. Όχι πληροφοριακά, αλλά σαν χώμα που σε γέννησε, σαν σώμα που σ’ έθρεψε. Ήξερες κάποιες μελωδίες του Τούντα, του Ρούκουνα, του Μπαγιαντέρα. Αναγνώριζες τη μυρωδιά τους στα μεταγενέστερα τραγούδια κι έβλεπες, χωρίς να το παραδέχεσαι, πως χωρίς αυτές δεν θα υπήρχες. Κι είναι αλήθεια, είχες πάντα σαν ήρωα, Δον Κιχώτη, Άη Γιώργη ή Ρομπέν, το Γιώργο Κατσαρό, καβάλα στην κιθάρα.

- Πότε ξανά, από τότε, είπε το τραγούδι μας την αλήθεια; Όχι αποσπασματικά, ένα εδώ - ένα εκεί, αλλά σαν ρεύμα συνολικό και αυτάρκες; Και πότε την είπε ξανά τόσο απροκάλυπτα, παιδικά, ανεπιτήδευτα, χωρίς δεύτερες σκέψεις, φιοριτούρες και φιλοδοξίες; Πότε ξανά υπήρξε τόσο ίδιος ο δημιουργός με το δημιούργημα, πότε ξανά καθρέφτισε η τέχνη τον κόσμο τόσο καθαρά, πότε ξανά έκτοτε το κατ’ εικόναν και καθ’ ομοίωσιν του δημιουργήματος προς το δημιουργό, αλλά και προς την κοινωνία, υπήρξε τόσο απόλυτο;

- Ποιο ελληνικό ροκ και ποιο έντεχνο και ποιος Καλομοίρης συνθέτης και ποια Καλομοίρα τραγουδίστρια και ποιος κακομοίρης τραγουδοποιός δεν μοιάζει ασήμαντος, μπροστά στα τρία ακκόρντα που στάζουν αίμα και χασίσι απ’ το σφαγείο του Μάρκου; Ποια καλοζωισμένα, λεπτά, ροδαλά δαχτυλάκια έπαιξαν σαν τα χοντροδάχτυλά του, δυο νότες που να τραγουδούν τους αιώνες; Και πόσο άδειος μοιάζει μπροστά του ο τρέντυ επαναστάτης που δεν ξέρει να βγάλει τα μάτια του στ’ αγγλικά και γράφει αγγλόφωνο; Διαφέρει πολύ απ’ τον τεντυμπόυ των συγκροτημάτων του ’60 ή του ‘70, που σε μια εποχή που το ρεμπέτικο έσβηνε, ποντάριζε στην αθώα και στερημένη άγνοια της τότε νεολαίας και, μοδάτος, αποταμίευε για να εισπράττει ακόμα και σήμερα, εντόκως, τη χαζοκρατούμενη νοσταλγία των εξηντάρηδων; Τι θυσίασε ο Έλλην Γιε-γιές στο βωμό του «μοντέρνου»;

- Την πατήσαμε. Χάσαμε τη γη κάτω απ’ τα πόδια μας. Δεν αγαπώ λιγότερο τα «ξένα», ή τα κλασικά που με καθόρισαν, ούτε ζητώ την «διάσωση» (δηλαδή την καταδίκη εις μουσειακόν θάνατον) της παράδοσης. Αλλά, πόσο Ρεμπέτικο έχει η παράδοσή μας; Αν παράδοση είναι αυτό που έχουμε να παραδώσουμε, ελάχιστο. Κι έχουμε να παραδώσουμε ελάχιστο ρεμπέτικο, όχι σαν επιστημονική, εθνομουσικολογική, ή δισκογραφική καταγραφή, ούτε σαν μια μουσική που μέχρι σήμερα θα ‘πρεπε να παίζει ίδια κι απαράλλαχτη (τέτοιες αδιαλλαξίες ποτέ δεν ευδοκίμησαν εδώ), αλλά σαν ζωντανό φως που συνεχίζει μέσα σ’ ένα δρόμο αλήθειας να εξηγεί το σύμπαν με κραυγές.

- Προβλήματα δεν έχουμε; Αισθήματα; Ανάγκη βαθειάς, απλής έκφρασης και μοιρασιάς; Όλα τα ‘χουμε. Γιατί λοιπόν γράφουμε, στην καλύτερη περίπτωση, «καλά τραγούδια»; Τι στο καλό πρέπει να γίνει για να πούμε μια λέξη που να τραντάξ’ η γη;


Ο Θεός χάρησε τον κόσμο στον άνθρωπο. Ο ρεμπέτης δεν θα επιβίωνε, ήταν εκ φύσεως αντίθετος προς τη Δημιουργία και άρα βραχύβιος. Υπήρχε για να διηγείται τον κόσμο του, δεν έβαζε τον κόσμο να υπάρχει γι’ αυτόν. Ήταν όμως και φορτωμένος αντιθέσεις: άλλωτε αναρχικός, αντιεξουσιαστής, διεθνιστής, ημι-παράνομος, πολίτης του κόσμου και μαστούρης, κι άλλωτε βασιλόφρων, συντηρητικός και σκληρός. Αν και μπερδεμένος, είχε πάντως αξίες σπάνιες, ας το παραδεχτούμε. Είχε επιθυμίες, όχι απαιτήσεις, παράπονο, όχι γκρίνια. Χαιρόταν, δε χαριεντιζόταν. Ήταν θλιμμένος, όχι μίζερος, χαρισματικός, όχι ευχάριστος, λαϊκός, όχι λαϊκιστής, αδιανόητος, όχι διανοούμενος, ένθεος, όχι θρήσκος, απλός, όχι απλοϊκός, αγράμματος, όχι ακαλιέργητος, παθιασμένος, όχι παθιάρης. Πώς να επιβιώσει; Ίσιωσε με το χέρι το τριμμένο σακκάκι, φόρεσε το καπέλο, ξεσκόνισε τα τρύπια παπούτσια του και, τρεκλίζοντας, εξαφανίστηκε διακριτικά προς όλες τις κατευθύνσεις. Έφυγε, χωρίς να χαθεί. Το αποδεικνύει ο ευωδιαστός του κόσμος που επανέρχεται με την πρώτη μαγική πενιά, χειροπιαστός, τραγικός, ζωντανός και δικός μας.


Ώπα! και Άϊντε! κι Αμάν! και Μάνα! και Χριστέ!

και Γεια σου Κουνάδη μερακλή!

Αλκίνοος Ιωαννίδης

Υ.Γ. Τελευταία ερώτηση: Πώς τα καταφέραμε κι ο Εθνικός μας ύμνος δεν είναι εννιάρι;


Back